Κλωστοϋφαντουργία: Μια μεγάλη ευκαιρία για την οικονομία, το περιβάλλον και την περιφέρεια

Γράφει ο Δημήτρης Κουρέτας*

Εάν υπάρχει ένας βιομηχανικός κλάδος που συνδέθηκε στενότερα με την όλη πορεία της χώρας εδώ και δύο αιώνες, τη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους και τους οικονομικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς που έλαβαν χώρα, είναι ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας. Από τις πρώτες οργανωμένες μονάδες που κατασκευάστηκαν τις δεκαετίες του 1860 και του 1870 έως την αναγέννηση του κλάδου μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο Πόλεμο, και από την τεχνολογική αναβάθμιση της παραγωγής τη δεκαετία του 1970 έως τις αρχές της χιλιετίας, όπου οι ραγδαίες αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον και εγχώριοι παράγοντες οδήγησαν σε σταδιακή πτώση, η κλωστοϋφαντουργία συνεισέφερε πολλαπλά στην οικονομική ανάπτυξη και την εξωστρέφεια, στην απασχόληση και τα εισοδήματα, στην ευημερία των αστικών κέντρων και της περιφέρειας.

Σε μία χρονική συγκυρία όπου η κλιματική κρίση δημιουργεί ερωτηματικά για το ποιες παραγωγικές δραστηριότητες θα είναι βιώσιμες το 2030 και πέραν αυτού, η στρατηγική επιλογή για την εκ νέου ώθηση στην κλωστοϋφαντουργία μπορεί να ανατρέψει τα προγνωστικά. Μια επιλογή που μπορεί να δημιουργήσει προστιθέμενη αξία για το ελληνικό βαμβάκι, να τονώσει την απασχόληση, να δημιουργήσει εισόδημα για τις τοπικές οικονομίες, και βέβαια για την Ελληνική Οικονομία.

Όλα τα στοιχεία δείχνουν στην κατεύθυνση της σημασίας και σκοπιμότητας της συγκεκριμένης επιλογής. Η παραγωγή βαμβακιού από το χωράφι στο ράφι απαιτεί επτά στάδια, με ανεξάρτητα κέντρα κόστους και υψηλή προστιθέμενη αξία, καθώς το σύσπορο βαμβάκι που συγκομίζεται και πωλείται με 0,70 ευρώ/ κιλό μετατρέπεται σε τελικό προϊόν αξίας 40 ευρώ/κιλό. Το ελληνικό βαμβάκι λαμβάνει συνδεδεμένη με το προϊόν επιδότηση 200 εκατ. ευρώ ανά έτος από την Ε.Ε., ενώ στον πρωτογενή τομέα της καλλιέργειας απασχολούνται 40.000 αγροτικές οικογένειες. Κατά συνέπεια, η βιομηχανία της κλωστοϋφαντουργίας μπορεί να αναπτυχθεί άμεσα, με 100% ελληνικό προϊόν ως πρώτη ύλη της.

H παραγωγή του βαμβακιού θα πραγματοποιείται με βιώσιμες μεθόδους, βάσει των συστημάτων Agro και σύμφωνα με τις προδιαγραφές της Ε.Ε., ενώ τα ρούχα και τα άλλα προϊόντα της κλωστοϋφαντουργίας, λόγω της παραγωγής τους με τις προδιαγραφές που θέτει η Ε.Ε., θα φέρουν το σήμα EU Cotton. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως οι απαιτήσεις της Ε.Ε. για μείωση των αποβλήτων κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων ενισχύει τις καταναλωτικές προτιμήσεις για πιο ποιοτικά, ευρωπαϊκής προέλευσης ενδύματα, και μια εύλογη διαφορά στις τιμές δικαιολογείται λόγω της ανθεκτικότητας και της περιβαλλοντικά φιλικής παραγωγής τους. Την ίδια ώρα, η τάση της αποπαγκοσμιοποίησης, μαζί με τη διατάραξη στις εφοδιαστικές αλυσίδες λόγω της πανδημίας και στη συνέχεια λόγω της πληθωριστικής και ενεργειακής κρίσης, αναγκάζει τις ευρωπαϊκές εταιρείες μόδας να στραφούν σε τοπικούς παραγωγούς, με γνώμονα την ασφάλεια των προμηθειών και την εναρμόνιση με τους ευρωπαϊκούς κανόνες για το ανθρακικό αποτύπωμα των πρώτων υλών.

Στο πλαίσιο μιας σχεδιασμένης στρατηγικής για την ανάπτυξη της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας, οι νέες βιομηχανικές εγκαταστάσεις θα μπορούν να χωροθετηθούν και να λειτουργήσουν στο σύνολο της χώρας, και ιδιαίτερα σε αγροτικές περιοχές, απασχολώντας τοπικό πληθυσμό και στηρίζοντας έτσι τις τοπικές κοινωνίες. Για την ανάπτυξη των νέων επιχειρήσεων θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν υπάρχοντα άδεια ή εγκαταλελειμμένα πρώην βιομηχανικά κτίρια, που βρίσκονται διάσπαρτα στην περιφέρεια, γύρω από τα οποία θα μπορούν να αναπτυχθούν και οι υποστηρικτικές και συμπληρωματικές δραστηριότητες, αναβαθμίζοντας έτσι την τοπική επιχειρηματικότητα και δημιουργώντας πολλές νέες θέσεις εργασίας. Στις δραστηριότητες της κλωστοϋφαντουργίας, αλλά και τις λοιπές συμπληρωματικές, θα μπορούν να απασχοληθούν και γυναίκες και νέοι που αντιμετωπίζουν εμπόδια εισόδου στην αγορά εργασίας, όπως και άτομα με χαμηλό επίπεδο δεξιοτήτων. Παράλληλα, υπό προϋποθέσεις θα μπορούν να απασχολούνται στις δραστηριότητες του κλάδου και μετανάστες, σε οργανωμένους χώρους παραγωγής, διευκολύνοντας έτσι την ενσωμάτωσή τους.

Η ώθηση στην ελληνική παραγωγή κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων θα μειώσει τις εισαγωγές – και αντίστοιχα τις τιμές για τον Έλληνα καταναλωτή, και θα αυξήσει τις εξαγωγές. Η Ελλάδα διαθέτει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, λόγω της εγγύτητας με τον πυρήνα των ευρωπαϊκών αγορών, ενώ το στοιχείο αυτό δημιουργεί και περιβαλλοντικά οφέλη, λόγω της μείωσης του ανθρακικού αποτυπώματος των μεταφορών και της εφοδιαστικής αλυσίδας. Επιπρόσθετα, η αποβιομηχάνιση που συντελέστηκε τις προηγούμενες δεκαετίες έρχεται τώρα να αναγκάσει τον κλάδο να επενδύσεις σε σύγχρονες, φιλικές για το περιβάλλον και εναρμονισμένες με τους κανόνες της Ε.Ε. τεχνολογίες, κάτι που δεν ισχύει για τον βασικό ανταγωνιστή μας, την Τουρκία.

Σήμερα, εξάγεται ετησίως προς τρίτες χώρες εκκοκκισμένο βαμβάκι για λόγους μεταποίησης, συνολικής αξίας 500 εκατ. ευρώ ετησίως. Εάν η μισή από αυτό ποσότητα – περίπου αυτή που παράγεται στη Θεσσαλία – μεταποιηθεί εντός της χώρας, και εξαχθεί μέσω ενδυμάτων ευρείας κατανάλωσης, θα προκύψουν εισροές πληρωμών ύψους 3,5 δισ. ευρώ ετησίως, βελτιώνοντας το εξωτερικό ισοζύγιο και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Η τόνωση της εγχώριας κλωστοϋφαντουργίας, από την άλλη πλευρά, θα δημιουργήσει περίπου 15.000 μόνιμες θέσεις εργασίας, και τουλάχιστον 5.000 θέσεις έμμεσης απασχόλησης, αποφέροντας τουλάχιστον 450 εκατ. ευρώ σε μισθούς και αντίστοιχες εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία.

Η αναζωογόνηση του κλάδου θα απαιτήσει επενδύσεις 1,3 έως 1,5 δισ. ευρώ, με «χρόνο ζωής» τα 10 χρόνια, οπότε με 1,5 δισ. ευρώ εξοπλισμό στη δεκαετία θα έχουμε 40 δισ. ευρώ εξαγωγές και εισοδήματα περίπου 4,5 δισ. ευρώ στην τοπική κοινωνία. Τα οικονομικά, αναπτυξιακά, κοινωνικά, και περιβαλλοντικά οφέλη, είναι σαφή, και υποστηρίζονται από όλα τα διαθέσιμα στοιχεία.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, οι λόγοι για τους οποίους το βαμβάκι είναι ζωτικής σημασίας, όχι μόνο για την Περιφέρεια Θεσσαλίας, αλλά για τη χώρα και την οικονομία εν συνόλω, είναι προφανείς. Αντί, λοιπόν, να συζητάμε για το πιθανό «τέλος» του βαμβακιού ως καλλιεργητικής δραστηριότητας, ειδικά μετά τις πρόσφατες φυσικές καταστροφές στη Θεσσαλία, μπορούμε πιο έξυπνα και πιο στοχευμένα να το ενισχύσουμε. Με όχημα την αναγέννηση του κλάδου της κλωστοϋφαντουργίας, μια επιλογή που θα ωφελήσει πολλαπλά την οικονομία, την κοινωνία και την Ελληνική περιφέρεια.

*Ο κ. Δημήτρης Κουρέτας είναι Περιφερειάρχης Θεσσαλίας
Πηγή: larissapress.gr