Δέκα προτάσεις για την ανασυγκρότηση της αγροτικής παραγωγής στη Θεσσαλία κατέθεσε χθες η περιβαλλοντική οργάνωση Greenpeace. Οι προτάσεις περιλαμβάνουν την προώθηση φιλοπεριβαλλοντικών γεωργικών πρακτικών και τη στροφή των επιδοτήσεων σε αυτή την κατεύθυνση, τη μείωση της χρήσης φυτοφαρμάκων μέσω του σχεδιασμού χωραφιών με ποικιλία καλλιεργούμενων φυτών, τη χρήση φυσικών μεθόδων για τη λίπανση του εδάφους, την απαγόρευση καλλιέργειας φυτών για βιοκαύσιμα και προώθηση της εκτατικής κτηνοτροφίας.
Οι προτάσεις της Greenpeace παρουσιάστηκαν χθες στη Λάρισα. Η οργάνωση έχει ενεργό παρουσία μετά την καταστροφή στην περιοχή, τόσο με τη συμβολή εθελοντών στις ανάγκες των κατοίκων όσο και μέσα από σειρά επαφών με επιστήμονες, παραγωγούς και την τοπική αυτοδιοίκηση. Οπως ανέφερε η κ. Ελενα Δανάλη, υπεύθυνη της εκστρατείας της οργάνωσης για τη βιώσιμη γεωργία, στόχος των προτάσεων είναι να αποτελέσουν αφετηρία και προτροπή για έναν γόνιμο διάλογο – ο οποίος, όπως φαίνεται, έχει εκ των πραγμάτων ανοίξει. Ποιες είναι λοιπόν οι προτάσεις της Greenpeace για την αναγέννηση του παραγωγικού μοντέλου στον Θεσσαλικό Κάμπο; Η οργάνωση θεωρεί ότι είναι κομβικής σημασίας η απομάκρυνση από το μοντέλο της εντατικής γεωργίας και η στήριξη αγρο-οικολογικών πρακτικών. Ανάμεσα σε αυτές είναι η διατήρηση ακαλλιέργητης περιφερειακής ζώνης, η διατήρηση της υγείας των φυτών με προληπτικά μέτρα (όπως η επιλογή κατάλληλων, ανθεκτικών ειδών), η εναλλαγή των καλλιεργειών, η χλωρή λίπανση και άλλες. Ολα αυτά, επισημαίνει η οργάνωση, εφαρμόζονται ήδη με επιτυχία σε αγροκτήματα της χώρας, αλλά δεν έχουν επαρκή στήριξη.
Η οργάνωση ζητάει ποικιλία καλλιεργειών, μείωση των φυτοφαρμάκων, λίπανση με φυσικές μεθόδους, προώθηση της εκτατικής κτηνοτροφίας και ενίσχυση της μελισσοκομίας.
Η στροφή προς τις αγρο-οικολογικές πρακτικές πρέπει, σύμφωνα με την οργάνωση, να συνοδευθεί από οικονομικά κίνητρα, την παροχή διαρκούς εκπαίδευσης στους αγρότες και την εξασφάλιση πρόσβασης στην αγορά. Υποστηρίζει ότι απαιτείται στροφή της δημόσιας στήριξης με βάση στρέμματα και αποδόσεις με βάση το είδος της παραγωγής και τις μεθόδους παραγωγής τροφής και συντήρησης της γης. Τα παραγόμενα προϊόντα θα πρέπει να καταναλώνονται κατά προτεραιότητα στην περιοχή όπου παράγονται, είτε μέσω δημοσίων συμβάσεων είτε μέσω ενθάρρυνσης των τοπικών επιχειρήσεων. Επισημαίνει, δε, ότι πρέπει να δημιουργηθούν μηχανισμοί που να αποτρέπουν την αισχροκέρδεια εις βάρος παραγωγών και καταναλωτών.
Οσον αφορά το εξαιρετικά επίκαιρο θέμα της διαχείρισης των υδάτων, η Greenpeace ζητάει να γίνει επαναχάραξη των φυσικών ροών και θέσεων του νερού (ρέματα, χείμαρροι, ποταμοί κ.ο.κ.) και να κατασκευαστούν κατά προτεραιότητα μικρά φράγματα ώστε να αυξηθεί η δυνατότητα συγκράτησης των νερών και μείωσης των κινδύνων. «Οι τεράστιες παρεμβάσεις κακοποίησης των υδάτινων συστημάτων, όπως το αναχρονιστικό και καταστροφικό έργο εκτροπής του Αχελώου, δεν είναι λύση, γιατί αυτές ακριβώς οι παρεμβάσεις βρίσκονται πίσω από μεγάλο μέρος των καταστροφών που προκαλούν τα ολοένα εντεινόμενα ακραία φαινόμενα», αναφέρει η οργάνωση. Υποστηρίζει επίσης ότι πρέπει να απαγορευτεί η καλλιέργεια «ενεργειακών» φυτών (που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή βιοκαυσίμων) και η αλλαγή χρήσης στις παραγωγικές γαίες, ώστε η παραγωγή να επικεντρωθεί στην κάλυψη της ανθρώπινης κατανάλωσης. Για την κτηνοτροφία, υποστηρίζει ότι πρέπει η πολιτεία να σταματήσει να ενισχύει τη «βιομηχανική» παραγωγή και να στηρίξει την εκτατική κτηνοτροφία, με ζωοτροφές προερχόμενες από ελληνικές κτηνοτροφικές τροφές (ρεβίθι, κουκί, μπιζέλι, λούπινο κ.ά.). Τέλος, ζητάει τη στήριξη της μελισσοκομίας, επιχορηγώντας άμεσα την ανασύσταση των μελισσιών, παροχή μελισσοτροφών, ενίσχυση της τοπικής μελισσοχλωρίδας κ.λπ.
«Χρειάζεται μια συστημική αλλαγή στον αγροτικό τομέα, και όχι τεράστια και καταστροφικά για το περιβάλλον έργα που αφορούν τους λίγους», λέει στην «Κ» η κ. Δανάλη. «Το σημερινό μοντέλο βασίζεται σε στρατηγικές εξαρτήσεις, εξαγωγές και επιδοτήσεις και ρυπαίνει το περιβάλλον. Δεν υπάρχει καμία στρατηγική, δεν υπάρχει πρόβλεψη για προσαρμοστικότητα στην κλιματική αλλαγή. Η καταστροφή που συνέβη στον Θεσσαλικό Κάμπο θα πρέπει να αποτελέσει την αφετηρία για μια επανέναρξη του αγροτοδιατροφικού μοντέλου στη χώρα μας».
Η αλλαγή στις καλλιέργειες δεν είναι εύκολη
Προσπαθώντας να κρατήσουν το κεφάλι έξω από το κύμα της καταστροφής του «Daniel», οι αγρότες της Θεσσαλίας αντιμετωπίζουν και τα άμεσα ζωτικά προβλήματα, αλλά και τα ερωτήματα για το μέλλον του αγροτικού κέντρου της χώρας. Πώς αντιμετωπίζουν τις προτάσεις που κατατίθενται από διάφορες πλευρές για την αναδιάρθρωση καλλιεργειών; «Οι αγρότες σήμερα είναι απορροφημένοι από τα άμεσα προβλήματα. Σκέφτονται και το μέλλον, αλλά η αλλαγή στις καλλιέργειες δεν είναι εύκολη. Για παράδειγμα, η καλλιέργεια μηδικής, βάμβακος, σιταριού και άλλων σχετικών απαιτεί τον ίδιο περίπου εξοπλισμό. Εάν βάλεις δενδροκομία χρειάζονται άλλα πράγματα. Το πέρασμα απαιτεί έξοδα, αλλά και γνώσεις», σχολιάζει στην «Κ» ο Θανάσης Τρύπας, γεωπόνος και καλλιεργητής στην περιοχή της Φαρκαδόνας της Π.Ε. Τρικάλων.
«Αναμένουμε τα πορίσματα της ομάδας των Ολλανδών και άλλα σχετικά. Θέλουμε να ακούσουμε προτάσεις για το τι θα γίνει το επόμενο διάστημα, γιατί η κατάσταση στην περιοχή είναι πολύ δύσκολη», λέει στην «Κ» ο Ευάγγελος Παναγιώτου, καλλιεργητής στην περιοχή Καστρί Αγιάς της Π.Ε. Λάρισας. «Ολα τα κτήματά μου είναι και τώρα μέσα στο νερό, με βάθος από μισό μέχρι τρία μέτρα. Καλλιεργούσαμε βαμβάκι, μηδική και σιτηρά. Τώρα δεν υπάρχει τίποτα», σημειώνει ο κ. Παναγιώτου. Ταυτόχρονα έχει καταστραφεί και το σύνολο του εξοπλισμού, των αρδευτικών συστημάτων και των εγκαταστάσεων, λέει ο κ. Παναγιώτου, που είναι αντιπρόεδρος στον Συνεταιρισμό Αγροτών Θεσσαλίας ΘΕΣΓη. «Περιμένουμε προτάσεις για το πώς θα τραβηχτούν τα νερά από τα χωράφια μας. Σε κάθε περίπτωση επειδή θα χρειαστεί πολύς καιρός, πρέπει να βγει ένα πρόγραμμα στήριξης για τα πλημμυρισμένα χωράφια», συμπληρώνει. «Δεν θα τα παρατήσουμε, αλλά δεν ξέρουμε και από πού θα το πιάσουμε».
Εκτός από τις καταστροφές που προκάλεσαν οι πλημμύρες, πολλές εκτάσεις είναι ακόμη μέσα στο νερό ή γεμάτες λάσπη.
Ο Βασίλης Γιαννάκος καλλιεργεί βαμβάκι στην περιοχή του Παλαμά Καρδίτσας, κοντά στα χωράφια του χωριού Πέτρινο. «Εχουμε 100% καταστροφή. Το βαμβάκι έχει σαπίσει, το νερό είχε φτάσει μέχρι και τα τρία μέτρα. Τώρα έχει κάτσει πάνω στο χωράφι ένα ίζημα αρκετών πόντων, από άργιλο και πηλό, που είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί. Δεν στεγνώνει με τίποτα. Αρα, πρώτο ζήτημα είναι η σωστή αποζημίωση, που για το βαμβάκι είναι 300 ευρώ το στρέμμα», λέει στην «Κ» ο κ. Γιαννάκος.
Ποια θα είναι η καλλιέργεια τα επόμενα χρόνια; «Η περιοχή μας δίνει τις μεγαλύτερες ποσότητες βάμβακος στην Ελλάδα. Εκτός από τους παραγωγούς, από το βαμβάκι εξαρτώνται και πολλοί εργαζόμενοι σε άλλους τομείς. Ο κάθε παραγωγός θα δει εάν θα συνεχίσει με βαμβάκι ή θα πάει σε καλαμπόκι, βιομηχανική τομάτα», σημειώνει ο κ. Γιαννάκος. Οι αγρότες της περιοχής, εφαρμόζοντας τακτικές αμειψισποράς, αλλά και τα «οικολογικά σχήματα» της νέας ΚΑΠ καλλιεργούσαν τον χειμώνα σιτηρά, κριθάρι, ψυχανθή κ.λπ. «Φέτος είναι απίθανο να καταφέρουμε να βάλουμε τις χειμερινές καλλιέργειες, γιατί τα χωράφια είναι ακόμα βρεγμένα. Ετσι όμως υπάρχει κίνδυνος να φάμε και πρόστιμο για μη τήρηση των όρων. Γι’ αυτό ζητήσαμε αναστολή των συγκεκριμένων πλευρών της ΚΑΠ για τις πληγείσες περιοχές», συμπληρώνει. Ο κ. Γιαννάκος υπογραμμίζει την καταστροφή των συστημάτων άρδευσης, από τους μεταλλικούς φορείς νερού μέχρι το σύστημα στάγδην. «Σε πολλές περιπτώσεις η ζημιά εκεί είναι μεγαλύτερη από την παραγωγή. Δούλεψε μια γενιά για να τα πάρει, δεν έγιναν σε μια-δυο χρονιές. Υπάρχει υπόσχεση για αποζημίωση έως 70%, να δούμε». «Η άνοιξη δεν είναι μακριά, τι θα βάλουμε;», συμπληρώνει. Ισως τελικά η άνοιξη για τους αγρότες να είναι μακριά, χωρίς τα αναγκαία μέτρα.
Πηγή: kathimerini.gr