Σαν σήμερα “έφυγε” από την ζωή ο δημοσιογράφος και λόγιος Τάκης Οικονομάκης

Συμπληρώνονται σήμερα 80 χρόνια από τον θάνατο του δημοκράτη αγωνιστή, δημοσιογράφου και λόγιου Τάκη Οικονομάκη (1886-1944), ο οποίος “έφυγε” από την ζωή σαν σήμερα 18 Απριλίου του 1944.

Ποιος ήταν ο Τάκης Οικονομάκης
Κείμενο: Αγγελική Νικολάου
Ήταν για πρώτη φορά στις 19 του Απρίλη 1952, στη δύσκολη μετεμφυλιακή εποχή, όταν ο Γιάννης Σιαφλέκης, νομικός και αντιστασιακός, αποκάλυψε σε ομιλία του για πρώτη φορά την προσωπικότητα του Τάκη Οικονομάκη, όχι μόνο ως ανθρώπου των Γραμμάτων και της δημοσιογραφίας, αλλά και ως αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, μια ομιλία που προκάλεσε βαθιά συγκίνηση στους Βολιώτες. Τότε μάλιστα έγινε από τον ίδιο η πρόταση στον Δήμο Βόλου να δοθεί το όνομα του Οικονομάκη σε έναν δρόμο της πόλης (την έως τότε οδό Παρθεναγωγείου) και να στηθεί η προτομή του στην πλατεία Ελευθερίας, πρόταση που έγινε αποδεκτή.

Ο Τάκης (Παναγιώτης) Οικονομάκης γεννήθηκε το 1886 στον Βόλο, από μικροαστική οικογένεια (ο πατέρας του από τη Μάνη, η μητέρα του από την Κύμη), γι’ αυτό, μόλις τελείωσε το Γυμνάσιο, αναγκάστηκε να εργαστεί ως γραμματέας στο Ειρηνοδικείο του Βόλου. Εκεί γνωρίστηκε με τον Δημοσθένη Ρίζο, εκδότη της εφημερίδας «Θεσσαλία», ο οποίος, εκτιμώντας το φωτεινό πνεύμα και την τιμιότητά του, τον προσέλαβε ως ανταποκριτή της εφημερίδας στην Αθήνα, καθώς ο Οικονομάκης είχε γραφτεί εκεί στη Νομική Σχολή. Έτσι ξεκίνησε η πορεία του στον χώρο της δημοσιογραφίας. Από το 1914 μάλιστα ανέλαβε τη διεύθυνση της «Θεσσαλίας» μέχρι τον θάνατό του.

Ο Οικονομάκης επηρεάστηκε από τις έντονες ιδεολογικές και πολιτικές ζυμώσεις της εποχής του. Υπήρξε συντάκτης στην «Πανθεσσαλική», εφημερίδα που έβγαζε από το 1900 έως το 1912 ο δικηγόρος Σοφοκλής Τριανταφυλλίδης και εξέφραζε τις αγωνιστικές διαστάσεις του λαϊκού αγροτικού κινήματος, ενώ αργότερα συνεργάστηκε στον «Εργάτη» του Κώστα Ζάχου. Το 1908 αποτελεί μέλος μιας πλειάδας προοδευτικών διανοουμένων του Βόλου -Κώστα Ζάχο, Δημήτρη Σαράτση, Αλέξανδρο Δελμούζο κ.ά.- που συνέβαλαν αποφασιστικά στη δημιουργία του «Πανεργατικού Κέντρου», σταθμό στην ανάπτυξη του ελληνικού εργατικού κινήματος, και του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου Βόλου, την αφετηρία της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης στη χώρα, με τη γνωστή εμπαθή δίωξη και την άδοξη κατάληξη. Λάτρης της νεοελληνικής, της δημοτικής γλώσσας, συνεργάστηκε επίσης στο περιοδικό «Νουμάς» του Ταγκόπουλου και στο «Σεράπιον» της Αλεξάνδρειας, φιλολογικό περιοδικό του δημοτικισμού του αιγυπτιώτικου ελληνισμού, όπως και στην φιλολογική και καλλιτεχνική επιθεώρηση του Βόλου «Φιλότεχνος». Δημοσίευσε άρθρα, χρονογραφήματα, διηγήματα και ποιήματα, μερικά με ψευδώνυμο. Τις επόμενες δεκαετίες των εθνικών και πολιτικών περιπετειών, ο Οικονομάκης, απομακρυνόμενος σταδιακά, κυρίως τη δεκαετία του 1930, από τις πρακτικές του κόμματος των Φιλελευθέρων, συνέχισε με την πένα του να αγωνίζεται για το αγροτικό και το εργατικό κίνημα και για τη βελτίωση των όρων ζωής των ασθενέστερων λαϊκών τάξεων, με δημοκρατική συνείδηση και πολιτική εντιμότητα.

Στη διάρκεια της ιταλικής και γερμανικής Κατοχής, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Μαγνησίας οργανώθηκε στις εαμικές οργανώσεις. Ο Τάκης Οικονομάκης δεν έμεινε αμέτοχος. ‘Όπως γράφει ο στενός συνεργάτης του Αχιλλέας Ορφανίδης: «Ο Οικονομάκης σκέφτηκε να κάνει αντίσταση εναντίον των Γερμανοϊταλών από την πρώτη μέρα της Κατοχής. Την επόμενη μέρα από την επανέκδοση των βολιώτικων εφημερίδων, μετά την είσοδο των Γερμανών στην πόλη μας, μας κάλεσε και μας επέστησε την προσοχή για τον τρόπο με τον οποίο θα εκδίδαμε τη «Θεσσαλία» σε συνθήκες Κατοχής. Μας είπε ότι είχαμε υποχρέωση να πολεμήσουμε τους Γερμανοϊταλούς και να μη διευκολύνουμε σε καμία περίπτωση το έργο τους». Ο ίδιος άρχισε να γράφει πατριωτικά άρθρα για την εμψύχωση των συμπολιτών του και τη στηλίτευση της συνεργασίας με τον κατακτητή. Όταν οι Ιταλοί φασίστες κάλεσαν τους εκπροσώπους του Τύπου για να τους κάνουν συστάσεις πώς να γράφουν, ο Οικονομάκης απάντησε θαρραλέα πως η εφημερίδα του θα εξακολουθούσε να τους θεωρεί κατακτητές και όχι φίλους και συμμάχους. Δεν δίστασε μάλιστα να τα βάλει και με τις διορισμένες αρχές, για την ανεπάρκεια και την αδυναμία που τις διέκρινε όταν άρχισε η τραγωδία της πείνας και των εγκαταλειμμένων νεκρών στους δρόμους του Βόλου. Έτσι, στις 25 Δεκεμβρίου του 1941 δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «Χριστούγεννα με ένα κουτί σπίρτα», με το οποίο κατήγγειλε την επισιτιστική αθλιότητα και την υποκρισία των αρχών.

Όταν το 1942, σε μια κρίσιμη στιγμή, οι Ιταλοί και οι λεγεωνάριοι της Θεσσαλίας, με αρχηγό τους τον τυχοδιώκτη Αλκιβιάδη Διαμάντη, προσπαθούν λυσσαλέα να μαζέψουν υπογραφές για το ψευδοκράτος της Πίνδου, ο Τάκης Οικονομάκης δημοσιεύει, στις 15 Φεβρουαρίου 1942, ένα ενυπόγραφο άρθρο με τον τίτλο «Η Ελλάδα μας», με το οποίο καταγγέλλει ανοιχτά την προδοσία των λεγεωνάριων. Θορυβημένοι οι Ιταλοί και ο Διαμάντης, στέλνουν την επομένη ένοπλους μπράβους τους για να τον σκοτώσουν μέσα στο εστιατόριο του Λάζαρου Μεταφτσή. Ευτυχώς, οι εαμικοί που αγρυπνούν τους αφοπλίζουν και τον απελευθερώνουν κι ο Οικονομάκης «ξαναχτυπά» τις επόμενες μέρες με άλλα δύο άρθρα για το κουτσοβλαχικό ζήτημα. Οι Ιταλοί εκνευρίζονται και τον συλλαμβάνουν, αλλά τον αφήνουν λίγες μέρες αργότερα, μπροστά στη γενική κατακραυγή, η εφημερίδα όμως τιμωρείται με κλείσιμο 5 ημερών. Ο Οικονομάκης συνεχίζει να τους κατακεραυνώνει, ενώ από την άλλη προσπαθεί να καθοδηγήσει τον λαό να οργανωθεί σε προμηθευτικούς συνεταιρισμούς, για να σωθεί από τα νύχια των μαυραγοριτών. Επίσης, έχοντας πάρει μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους, δημοσιεύει σχετικά ιστορικά κείμενα όπου διοχετεύει έντεχνα τα σύγχρονα μηνύματά του για αντίσταση στους νέους κατακτητές. Δίνει καθημερινές μάχες με την ιταλική λογοκρισία, ενώ το άρθρο του για την εθνική επέτειο, στις 25 Μαρτίου 1943, διαγράφεται εντελώς. Τον Αύγουστο του 1943 συμμετέχει ως ομιλητής στο αντιβουλγαρικό παλλαϊκό συλλαλητήριο που οργάνωσε το ΕΑΜ στην πλατεία Ελευθερίας. Την ίδια χρονιά συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς και κρατείται, μαζί με άλλους επιφανείς Βολιώτες, ως αντίποινα για τις γερμανικές απώλειες στη μάχη των Μηλεών, με την απειλή της εκτέλεσης.

Ο Οικονομάκης όμως, ανυποχώρητος, επιμένει με την πατριωτική του αρθρογραφία να εμψυχώνει τον λαό του Βόλου στον αγώνα του για απελευθέρωση. Στις 16.09.1943 οι Γερμανοί αναστέλλουν την έκδοση και των τριών εφημερίδων της πόλης και επιτρέπουν μόνο μια κοινή, λογοκριμένη έκδοση με τον τίτλο «Τύπος του Βόλου». Είναι η εποχή που η ενημέρωση για την εξέλιξη του πολέμου γίνεται κυρίως από τον αντιστασιακό Τύπο (Αναγέννηση, Λαοκράτης, Εθνική Αλληλεγγύη, Εργατική, ΕΑΜ, Γυναικείος Αγώνας κ.ά.), που εκδίδεται στα παράνομα τυπογραφεία του Βόλου, του Πηλίου, των Αγράφων. Τον Απρίλη του 1944, εποχή των θηριωδιών των διαβόητων ΕΑΣΑΔ, όταν «οι δρόμοι του Βόλου γέμισαν από σκοτωμένους και κρεμασμένους», κατά την έκφραση του γραμματέα του ΕΑΜ Γ. Χριστοδουλίδη, αμέσως μετά το Πάσχα, οι Γερμανοί και οι δωσίλογοι συνεργάτες τους εισβάλλουν στο γραφείο και στο σπίτι του (Λώρη και Οικονομάκη) για να τον συλλάβουν, όμως δεν τον βρίσκουν. Μόλις επιστρέφει και μαθαίνει για το ένταλμα, παθαίνει βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο, ενώ την επόμενη μέρα, στις 18 Απριλίου 1944, «ο ωραίος αυτός αγωνιστής της δημοσιογραφίας και της δημοκρατίας» αφήνει την τελευταία του πνοή. Όπως ο ίδιος προφητικά έγραψε:
«Ελεύθερα στον ανοιχτό αέρα
της τόλμης ας απλώσουν τα φτερά μου
κι η βάρκα μου λευκή σαν περιστέρα
στην τρικυμία να πάει τη χαρά μου».

Για να αποτιμήσουμε την προσφορά του Οικονομάκη στον απελευθερωτικό αγώνα, θα χρησιμοποιήσουμε μια φράση του Γιάννη Σιαφλέκη: «Η συμβολή της αρθρογραφίας του Οικονομάκη είχε ιδιαίτερη σημασία, γιατί τα μηνύματά της για αντίσταση στον κατακτητή έφταναν εκεί που δεν μπορούσαν πάντοτε να φτάσουν τα μηνύματα του μυστικού αντιστασιακού Τύπου. Έφταναν στο συντηρητικό χώρο του Βόλου, σε έναν κόσμο που είχε αναστολές στο να αναπτύξει κάποια ενεργητική αντίσταση, σε έναν κόσμο παθητικό, αμφιταλαντευόμενο, θρησκόληπτο, που τον γοήτευε περισσότερο η ιδέα της αναμονής ή της αδιαφορίας». Η αντιστασιακή του αυτή αρθρογραφία ταυτιζόταν στο σύνολό της με τους βασικούς σκοπούς του ΕΑΜ: αγώνας για την επιβίωση του λαού και την απαλλαγή από τους κατακτητές. Συνεπώς, ο Οικονομάκης, μολονότι δεν λειτουργούσε ενταγμένος στο ΕΑΜ ή σε άλλη οργάνωση, είχε μια παράλληλη, συν-αγωνιστική και αποτελεσματική αντιστασιακή δράση.
Πηγές: Γιάννης Σιαφλέκης, Λάζαρος Αρσενίου, Νίτσα Κολιού, Νίκος Στουρνάρας ,blog ΣΙΜΕΑ