Η ελληνική διάλεκτος της Καππαδοκίας Μικράς Ασίας

Γράφει ο Mark Janse, Ομότιμος καθηγητής Αρχαίας και Μικρασιατικής Ελληνικής Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου της Γάνδης

Η καππαδοκική ανήκει στην ομάδα των ανατολικών μικρασιατικών διαλέκτων της ελληνικής, μαζί με την ποντιακή και τη φαρασιώτικη. Ο εξελληνισμός της Καππαδοκίας ξεκίνησε υπό τη δυναστεία των Αριαραθιδών, οι οποίοι κυβέρνησαν από το 331 π.Χ. μέχρι το 17 μ.Χ., όταν η Καππαδοκία έγινε ρωμαϊκή επαρχία. H αρχική γλώσσα της Καππαδοκίας, πιθανότατα η λουβική, συνέχισε να ομιλείται στην ύπαιθρο τουλάχιστον μέχρι τον τέταρτο αι. μ.X. Στις Πράξεις των Αποστόλων διαβάζουμε ότι οι απόστολοι στην Πεντηκοστή άρχισαν να μιλούν ‘ἑτέραις γλώσσαις’, ώστε όλοι να τους καταλαβαίνουν ‘τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ’, συμπεριλαμβανομένων των Καππαδοκών. Ακόμη και τον τέταρτο αιώνα, ο Γρηγόριος Νύσσης έγραψε ότι η καππαδοκική λέξη για τον ουρανό ήταν διαφορετική από την ελληνική ‘ουρανός’.

Κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Εποχής, η ελληνική έγινε σύντομα η μόνη γλώσσα του ορθόδοξου πληθυσμού της Καππαδοκίας, παρόλο που ήδη από την Ύστερη Αρχαιότητα τα καππαδοκικά ελληνικά θεωρούνταν ‘αγροίκα’ (χωριάτικα δηλαδή), σύμφωνα με τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό τον Θεολόγο. Το έπος καθώς και τα παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια του διάσημου Καππαδόκη Διγενή Ακρίτη γράφτηκαν και μεταδόθηκαν στα ελληνικά. Μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ του 1071 όμως, η Καππαδοκία ουσιαστικά αποκόπηκε από τον υπόλοιπο ελληνισμό και περιήλθε σε μια συνεχή κατάσταση γλωσσικής επαφής, διγλωσσίας και γλωσσικού θανάτου. Ο εξελληνισμός της Καππαδοκίας αναστράφηκε πλήρως από μια αντίστοιχη διαδικασία εκτουρκισμού. Οι τουρκόφωνοι χριστιανοί της Καππαδοκίας και άλλων περιοχών της Μικράς Ασίας ονομάζονταν Καραμανλήδες και η γλώσσα τους ‘καραμανλήδικα’, η οποία ήταν γραμμένη με ελληνικούς χαρακτήρες.

Η διάλεκτος των ελληνόφωνων Καππαδοκών χαρακτηρίστηκε ‘τουρκικά σε ελληνικό στόμα’ ή και ‘ελληνικά σε στόμα τουρκικό’ από τον γνωστό Έλληνα διαλεκτολόγο Ν. Γ. Κοντοσόπουλο. O Βρετανός διαλεκτολόγος R.M. Dawkins, ο οποίος έκανε επιτόπια έρευνα στην Καππαδοκία γύρω στο 1910, έγραψε ότι ‘το σώμα παρέμεινε ελληνικό, αλλά η ψυχή έγινε τουρκική’. Ο ίδιος διέκρινε δεκατέσσερα διαφορετικά ιδιώματα τα οποία χώρισε σε δύο μεγάλες ομάδες, τα νότια καππαδοκικά (Αραβανί, Γούρδονος, Φερτάκαινα, Ουλαγάτς, Σεμέντερε) και τα βόρεια καππαδοκικά (Σίλατα, Ανακού, Φλογητά, Μαλακοπή, Σινασός, Ποτάμια, Δελμεσός), με δύο ενδιάμεσα ιδιώματα που αποτελούν τα κεντρικά καππαδοκικά (Αξός, Μιστί).

Η επίδραση της τουρκικής είναι εντονότατη στα κεντρικά και νότια ιδιώματα. Εκεί απαντούν κλίσεις συγκολλητικού τύπου όπως ναίκα, γεν. ναίκα-ɩ̯ου, πλ. ναίκ-ες, γεν. ναικ-εσ-ɩ̯ού (πρβ. τουρκ. kadın, γεν. kadın-ın, πλ. kadın-lar, γεν. kadın-lar-ın). Επίσης, η κλίση του μεσοπαθητικού παρατατικού του βοηθητικού ρήματος είμαι, η οποία είναι και αυτή συγκολλητικού τύπου· ήτον-μαιήτον-σαιήτον κ.λπ. (πρβ. τουρκ. idi-midi-nidi κ.λπ.). Η επιρροή της τουρκικής γλώσσας είναι επίσης πολύ σαφής στο λεξιλόγιο. Έτσι, για παράδειγμα, χρησιμοποιούνται όροι συγγένειας όπως καρντάς̌ ή γαρντάς̌, τουρκ. διαλ. kardaş ή ğardaş ‘αδερφός’, φσ̌άχ ‘μικρό παιδί’, παλαιό τουρκ. uvşak ‘μικρός’, χɩ̂σɩ̂́μ ή χουσούμ, τουρκ. hısım ‘συγγενής’. Υπάρχουν επίσης πάρα πολλά δάνεια ρήματα σε -ντίζω ή και -ντώ όπως ντüσ̌üν-ντίζω, τουρκ. düşün-mek ‘σκέφτομαι’, ουλου-ντίζω, τουρκ. ulu-mak ‘ουρλιάζω’, τσ̌ɩ̂γɩ̂ρ-ντίζω, τουρκ. çağır-mak ‘φωνάζω’.

Το ελληνικό στοιχείο της καππαδοκικής είναι πολύ αρχαϊκό. Στο λεξιλόγιο απαντούμε, για παράδειγμα, θύρ’ ή τ̔ύρ’ < μσν. θύρι(ν) ‘πόρτα’· (ι)μέτ’ < μσν. ἱμάτι(ν) ‘πουκάμισο’· ποδόρτ’, πογɩ̯όρτ’ κ.ά. < μσν. ποδόρτι(ν) ‘κάλτσα’· φκάλ’, φορκάλ’ κ.ά. < μσν. φιλοκάλι(ν) ‘σκούπα’· ωτί < μσν. ὠτίν αλλά και ’φτί < μσν. αὐτίν ‘αφτί’. Έχουμε επίσης και τους ρηματικούς τύπους έπκα ή (μ)ποίκα, αόρ. του μσν. ποιώ ‘έκανα’· έβγα αντί για βγήκα· σέμα ή έμ(μπ)α αντί για μπήκα· (η)βρίσ̌κω, αόρ. ήβρα < μσν. ηὖρα αντί για βρήκα, και άλλα πολλά. Όπως και στα ποντιακά διατηρείται συχνά η αρχαία (ιωνική) προφορά του άτονου η ως ε, π.χ. μανασ̌κενόμαλασ̌κενόμαρασ̌κενό κ.ά. ‘δαμάσκηνο’· θελικό ή χελικό ‘θηλυκός’· νεκκλεσ̌ά αλλά και νεκκλησ̌ά ‘εκκλησία’· πεγάθ’ ή πεγάɩ̯’ ‘πηγάδι’· επίσης με τονισμένο ε η, π.χ. μέ αλλά και μή· έλιος και όλιος ‘ήλιος’.

Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών των 1923-1924, τα καππαδοκικά ιδιώματα έχουν χαθεί σχεδόν όλα. Μόνο τα κεντρικά καππαδοκικά ιδιώματα μιλιούνται ακόμη και σήμερα στην κεντρική και βόρεια Ελλάδα· τα μισιώτικα και τα αξενίτικα. Παρόλο που είναι στενά συγγενή, διαφέρουν σημαντικά από φωνολογική άποψη, δεδομένου ότι τα μισιώτικα χαρακτηρίζονται από τσιτακισμό καθώς και στένωση των άτονων ε σε ι και ο σε ου. Υπάρχουν επίσης διαφορές στο λεξιλόγιο, όπως δείχνει το ακόλουθο παράδειγμα:

τ’ αξενίτκα τα κακάγες και τα ναίκες ας τ ούλ-λουνου καλά λαλούν ντα

Χεγός ας σας χαρίσ̌!

ντα μισ̌ώτικα ντα κακάις τσ̌ι ντα ναίτσ̌ις αν ντου καλά γκɩ̯αλατζɩ̯έβνι ντα 

Χɩ̯ογός α ας χαρίσ̌

‘Τα αξενίτικα / τα μισιώτικα, οι γιαγιάδες και οι γυναίκες τα μιλούν καλύτερα’

‘Ο Θεός να σας χαρίσει!’ (που σημαίνει ‘σας ευχαριστώ πολύ’ στα καππαδοκικά).

parathyro.politis.com.cy