Τούρκος ή Έλληνας σκότωσε τον Γεώργιο Καραϊσκάκη; – Η βρισιά που είπε λίγο πριν ξεψυχήσει

O τίτλος του κειμένου δεν είναι ψεύτικος. Ούτε για να «τραβήξει» τα… κλικ των αναγνωστών. Είναι ένα πραγματικό ερώτημα το οποίο πιθανότατα δε θα απαντηθεί ποτέ.

Το μόνο που μπορεί να γίνεται (και γίνεται) είναι διάφοροι ιστορικοί και όχι μόνο να προσπαθούν να ενώσουν όλα τα κομμάτια του «παζλ» και να φτάσουν σε κάποια λογικά συμπεράσματα.

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, αν και όποιος καταλήγει σε κάποιο συμπέρασμα αυτό πιθανότατα είναι αυθαίρετο, όσα επιχειρήματα και αν προβάλει. Μόνο ένας άνθρωπος ήξερε αν αυτός που πυροβόλησε και σκότωσε τον Γεώργιο Καραϊσκάκη ήταν Έλληνας ή Τούρκος και δυστυχώς αυτός ο άνθρωπος πέθανε πριν προλάβει να αποκαλύψει την ταυτότητα του δράστη.

Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης!

Ο αθυρόστομος γιος της καλογριάς

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 1780 (ή το 1782, με πιθανότερη εκδοχή την πρώτη). Είδε το πρώτο φως της ημέρας μέσα σε μια σπηλιά κοντά στο χωριό Μαυρομμάτι Καρδίτσας.

Υπάρχουν, όμως, διάφορες εκδοχές και για αυτό. Η μία είναι ότι γεννήθηκε στη Σκουληκαριά Άρτας, ένα ορεινό χωριό. Στην πραγματικότητα η «κόντρα» για το πού γεννήθηκε, συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.

Οι πρώτοι του βιογράφοι έλεγαν πως γεννήθηκε στην Καρδίτσα. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και η επιτροπή που συστήθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών το 1927.

Λογικά αυτή η κόντρα θα είχε τελειώσει αλλά το 1997 στο πλαίσιο του «Σχεδίου Καποδίστριας» για τη βελτιστοποίηση της λειτουργίας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δόθηκε το όνομα «Γεώργιος Καραϊσκάκης» στο νέο δήμο που υπάγεται μέχρι και σήμερα η Σκουληκαριά. Έτσι η «κόντρα» ξαναφούντωσε.

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, αυτή η «κόντρα» μικρή σημασία έχει, ειδικά από τη στιγμή που μιλάμε για έναν από τους σπουδαιότερους οπλαρχηγούς της Επανάστασης του 1821.

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ήταν καρπός του «παράνομου» έρωτα του αρματολού Δημήτρη Καραΐσκου και της μοναχής Ζωής Ντιμισκή, αδελφής του κλέφτη Κώστα Ντιμισκή και εξαδέλφης του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα.

Η μητέρα του πέθανε όταν εκείνος ήταν μόλις 8 ετών. Είχε αφήσει το μεγάλωμά του σε μια οικογένεια Σαρακατσάνων καθώς η ίδια δεν άντεχε την κατακραυγή του κόσμου για το ότι γέννησε ένα παιδί εκτός γάμου.

 

Εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο μεγάλωσε, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ήταν ένα σκληρό αν και φιλάσθενο παιδί. Αν και μικρός στην ηλικία φρόντιζε με κάθε ευκαιρία να δείχνει πως είναι από αυτούς που δε σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους.

Κάπως έτσι έφτασε μόλις στα 15 του χρόνια να σχηματίσει τη δική του κλέφτικη ομάδα η οποία απαρτιζόταν από παιδιά της ίδιας ηλικίας με εκείνον. Περίπου τρία χρόνια αργότερα, συνελήφθη από Τούρκους οι οποίοι τον οδήγησαν μπροστά στον Αλή Πασά. Εκεί, αντί να λυγίσει και να φοβηθεί, έδειξε το πόσο ατρόμητος, ατίθασος και βωμολόχος ήταν.

Ο Πασάς αντί να τον εκτελέσει διέταξε να τον κλείσουν φυλακή. Λίγο καιρό αργότερα τον τοποθέτησε στην προσωπική του φρουρά γιατί εκτίμησε το πόσο λεβέντης ήταν.

Λέγεται πως κάποια στιγμή ο Αλή Πασάς ρώτησε τον Γεώργιο Καραϊσκάκη τι θα ήθελε να του προσφέρει ως ανταπόδοση των υπηρεσιών του. Τότε ο «Γιος της Καλογριάς» του απάντησε με τρόπο αποστομωτικό: «Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο, αν για τίποτα ρίξε με στη λίμνη»!

Μέχρι και σήμερα η περίοδος που ο Καραϊσκάκης ήταν δίπλα στον Αλή Πασά θεωρείται η πιο «σκοτεινή» στη ζωή του σπουδαίου οπλαρχηγού.

Η περίοδος αυτή τελείωσε το 1804, όταν ο Καραϊσκάκης προσχώρησε στην ομάδα του περίφημου κλέφτη Αντώνη Κατσαντώνη, που από πολλούς χαρακτηρίζεται ως ο πρόδρομος της Επανάστασης του 1821. Όταν ο Κατσαντώνης συνελήφθη και εκτελέστηκε, ο Καραϊσκάκης ανέλαβε την αρχηγία της ομάδας του μαζί με τον Λεπενιώτη.

Όταν η ομάδα αυτή διαλύθηκε, ο Καραϊσκάκης επέστρεψε στην Αυλή του Αλή Πασά, και γνώρισε την Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου, με την οποία απέκτησε δύο κόρες και έναν γιο, τον στρατιωτικό και πολιτικό Σπυρίδωνα Καραΐσκάκη.

Ο Καραϊσκάκης έφυγε και επέστρεψε (για τελευταία φορά) στην Αυλή του Πασά μια ακόμα φορά. Τον Ιανουάριο του 1821 συμμετείχε στη σύσκεψη της Λευκάδας, στην οποία αποφασίστηκε η προετοιμασία της εξέγερσης στη Στερεά Ελλάδα. Η ζωή του άλλαξε και αφιερώθηκε στη μεγάλη υπόθεση.

Με το ξέσπασμα της Επανάστασης ο Καραϊσκάκης συμμετέχει σε μάχες αλλά εμπλέκεται και σε μια καθοριστική διαμάχη με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Η κόντρα αυτή θα φανεί στη διάρκεια του πρώτου ελληνικού εμφυλίου όπου ο Καραϊσκάκης θα δικαστεί για… εσχάτη προδοσία!

Στον δεύτερο εμφύλιο (δυστυχώς για τον ίδιο) ο Καραϊσκάκης συμμετέχει στην ντροπιαστική επιδρομή και στο επακόλουθο πλιάτσικο στα Καλάβρυτα.

Τον Ιούλιο του 1826 διορίστηκε αρχιστράτηγος της Ρούμελης. Μερικές ημέρες μετά ξεκινάει μια εκστρατεία για να ανακουφίσει τους πολιορκημένους στην Ακρόπολη της Αθήνας και νικάει τους Τούρκους στο Χαϊδάρι.

Τον Νοέμβριο του 1826 τους νικάει και στη μάχη της Αράχωβας. Αυτή ήταν η μάχη που γιγάντωσε τον θρύλο του Καραϊσκάκη. Ήταν η χειρότερη ήττα για τους Τούρκους μετά από εκείνη στα Δερβανάκια!

Τούρκος ή Έλληνας σκότωσε τον Καραϊσκάκη;

Μετά την περίλαμπρη νίκη στην Αράχωβα, ο Καραϊσκάκης επέστρεψε στην Αθήνα για να συνεχίσει αυτό που άφησε στη μέση. Πολιορκεί τους πολιορκητές της Ακρόπολης και νικά τους Τούρκους στο Κερατσίνι και στο μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα.

Τον Απρίλιο του 1827, ο Καραϊσκάκης και οι άνδρες του στρατοπεδεύουν στο Φάληρο και προετοιμάζονται για μια ακόμα μεγάλη μάχη κατά του Κιουταχή. Το γενικό πρόσταγμα της επίθεσης το είχαν, σύμφωνα με απόφαση της Γ’ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας, οι άγγλοι φιλέλληνες Ριχάρδος Τσορτς και ο Τόμας Κόχραν.

Ο Καραϊσκάκης ήταν κουρασμένος από τις διαδοχικές σκληρές μάχες και βαριά άρρωστος και παρά το γεγονός ότι διαφωνούσε με την απόφαση της Εθνοσυνέλευσης, δεν είχε τις δυνάμεις να διαφωνήσει έμπρακτα και αποφάσισε να αποσυρθεί στη σκηνή του και να ξεκουραστεί μέχρι να ξεκινήσει η επιχείρηση.

Στις 22 Απριλίου του 1827 και ενώ δεν υπήρχε ακόμα διαταγή για επίθεση κατά των δυνάμεων του Κιουταχή, μια ομάδα Ελλήνων αγωνιστών επιτέθηκε κατά των Τούρκων. Όταν ο Καραϊσκάκης ενημερώθηκε, βγήκε από τη σκηνή του, πήρε το άλογό του και πήγε στο σημείο της συμπλοκής προκειμένου να σταματήσει τη σύγκρουση πριν αυτή γενικευτεί. Τότε μια σφαίρα τον βρήκε στο υπογάστριο.

Ο Καραϊσκάκης έδωσε μάχη για να κρατηθεί στη ζωή αλλά άφησε την τελευταία του πνοή στις 4 το ξημέρωμα της 23ης Απριλίου 1827. Μια ημέρα σαν σήμερα, ανήμερα της ονομαστικής του εορτής.

Ο Καραϊσκάκης κατάλαβε ότι η πληγή του ήταν θανάσιμη. Κάλεσε αμέσως ιερέα, εξομολογήθηκε, μετάλαβε, ζήτησε συγχώρεση απ’ όλους τους παρόντες και ζήτησε να τον θάψουν στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου της Σαλαμίνας.

Ο Νικόλαος Κασομούλης, ένας από τους σημαντικότερους αγωνιστές αλλά και ιστορικός της Επανάστασης του 1821, έγραψε πως όταν ο Καραϊσκάκης ένιωσε πως η μοιραία στιγμή φτάνει, είπε τα τελευταία του λόγια τα οποία ήταν: «Γνωρίζω τον αίτιον, και αν ζήσω παίρνομεν όλοι το χάκι (σσ: εκδίκη­ση), ειδέ και πεθάνω, ας μου κλάσει τον πούτζον και αυτός».

Και τώρα το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου: Έλληνας ή Τούρκος σκότωσε τον Καραϊσκάκη; Λέγεται πως ο βαριά τραυματισμένος αρχιστράτηγος της Ρούμελης, φώναξε τους πολέμαρχους Χριστόδουλο Χατζηπέτρο και Γαρδικιώτη Γρίβα και τους είπε: «αύριον αν είμαι ζωντανός ακόμη, ελάτε να σας πω έναν μυστικόν».

Κανείς δεν ξέρει ποιο ήταν αυτό το μυστικό. Πολλοί λένε πως ο Καραϊσκάκης ήξερε ποιος τον πυροβόλησε, ότι ήταν Έλληνας και ήθελε να τον αποκαλύψει, απλά ήθελε να βεβαιωθεί πως θα παραμείνει ζωντανός.

«Από πολλά τώρα χρόνια με τραβούσε η καταπληχτική μορφή του Γιου της Καλογριάς. Πολλές φορές έλεγα ν’ αρχίσω να γράφω τη ζωή του και πάλι το ξαποφάσιζα. Οι πιότεροι δισταγμοί μου είχαν αιτία πως δεν μπορούσα να δώσω μια ξεκάθαρη απάντηση σε τούτο το πρόβλημα: ο Καραϊσκάκης σκοτώθηκε ή δολοφονήθηκε; Τώρα είμαι κι εγώ σίγουρος, όπως κι ο Βλαχογιάννης, πως το βόλι που του πήρε τη ζωή δε ρίχτηκε από τούρκικο, μ’ από δολοφονικό χέρι. Αυτή όμως η γνώμη μας δε φτάνει, βέβαια, στον αναγνώστη. Γι’ αυτό και θ’ ανιστορήσουμε, με κάθε λεπτομέρεια, το πώς χτυπήθηκε», έγραψε ο Δημήτρης Φωτιάδης στη μονογραφία του «Καραϊσκάκης» (εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος).

«Ο Κόχραν κι ο Τσωρτς, μέσα στις λίγες ημέρες που βρί­σκονταν στον Πειραιά, κατάλαβαν πως ένας είχε τη δύναμη να αντιταχθεί στα σχέδιά τους, ο Καραϊσκάκης. Η εντολή που είχανε πάρει ήταν να πνιγεί η επανάσταση στη Στερεά, για να μπορέσει η Αγγλία να πετύχει το διπλωματικό της παιχνίδι, τον περιορισμό, δηλαδή, του απελευθερωτικού κινήματος του Μοριά, για να ‘χει το μικρό, αδύναμο και μισοανεξάρτητο ναυτικό κράτος που θα δημιουργούνταν κά­τω από τον έλεγχό της. (…)

Ο Καραϊσκάκης έπεσε θύμα της εγγλέζικης πολιτικής στην Ελλάδα και εμπνευστές της σατανικιάς δολο­φονίας του στάθηκαν ο Κόχραν, ο Τσωρτς κι ο Μαυροκορδάτος», έγραψε ο Γιάννης Βλαχογιάννης στο βιβλίο του με τίτλο «Καραϊσκάκης» (εκδόσεις Μέρμηγκας).

Η συντριπτική πλειονότητα των πρωτογενών πηγών, μεταξύ των οποίων επίσης αυτόπτες, δέχεται ότι ο Καραϊσκάκης πυροβολήθηκε από Τούρκους. Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης γράφει ότι δύο Τούρκοι που βρίσκονταν στη μάντρα-οχύρωμα, αναγνώρισαν τον Καραϊσκάκη και τον πυροβόλησαν στην κοιλιά.

Με αυτή την εκτίμηση συμφώνησαν πολλοί αλλά το θέμα είναι πως η φορά της μοιραίας σφαίρας (από πάνω προς τα κάτω) ήταν διαφορετική και δεν θα μπορούσε να είχε προέλθει από εκεί.

Θεωρητικά ο άνθρωπος που σκότωσε τον Καραϊσκάκη ήταν σε υψηλότερο σημείο από τον ίδιο οπότε είτε συμμετείχε ενεργά στη μάχη και ήταν όρθιος πάνω στο άλογό του, είτε λειτουργούσε σαν… ελεύθερος σκοπευτής και βρισκόταν σκαρφαλωμένος σε κάποιο δέντρο.

reader.gr