Η συγγραφέας Γεωργία Συμεωνίδου μιλά στα gegonota.news για την “Κόρη της Μαρίας Κάλλας”

Θα μπορούσε ποτέ η μεγάλη primadonna της όπερας Μαρία Κάλλας να έχει κόρη που μεγάλωσε στις Σέρρες; Η συγγραφέας Μαρία Συμεωνίδου εμπνεύστηκε ένα πρωτότυπο μυθιστόρημα για τη δύναμη των fake news στον κόσμο της ενημέρωσής παγκοσμίως και, όπως εξηγεί στα gegonota.news, συνειδητά επέλεξε αυτόν τον προκλητικό, κραυγαλέο και, ίσως, κάπως ασεβή τίτλο. Η ιδέα της ιστορίας «γεννήθηκε» σε μια στιγμή αγανάκτησης και αναπτύχθηκε μέσα από το «πάντρεμα» της μυθοπλασίας με προσωπικά βιώματα.

 Γράφει η Φωτεινή Κωστοπούλου*

Κυρία Συμεωνίδου, κρατάμε στα χέρια μας το βιβλίο σας «Η κόρη της Μ. Κάλλας» και ειλικρινά μας ωθήσατε να το διερευνήσουμε μέσα από τις σελίδες αν όντως υπήρξε. Πως προέκυψε αυτή η δημιουργία σας, που μας ταξίδεψε στο χρόνο;

Κυρία Κωστοπούλου, με αυτό που μου λέτε με κάνετε ιδιαίτερα χαρούμενη. Αν αναζητήσατε από το «λογικώς απίθανο» το «αλόγως πιθανό», τότε η ιστορία που περνάει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου μου μπορεί να προσκαλέσει και να προκαλέσει τον αναγνώστη, κάτι που σαφέστατα επιθυμώ.

Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, στο οποίο κατατίθενται και προσωπικά βιώματα που γίνονται ένα με τη μυθοπλασία, είχε την αρχή του σε μια αγνή και ατόφια αγανάκτηση. Ήταν η συγκεκριμένη στιγμή που σκέφτηκα ότι η εξέλιξη κάποιων πραγμάτων δεν μου αρέσει καθόλου, πως δεν αντέχω να ζω σε έναν κόσμο που, καταφεύγοντας συχνά σε συκοφαντίες, ασχολείται καταστροφικά με τις ζωές των άλλων, χρησιμοποιώντας τες ως άλλοθι για να αντέξει τη δική του ζωή. Νομίζω ότι εκείνη ήταν η στιγμή της γέννησης της «ιδέας» και η αγανάκτηση, μαζί με τον φόβο για κάθε έκθεση, άρχισαν να γίνονται μυθιστόρημα και να ξεπηδούν οι ήρωες του. Τα πρόσωπα που, για να εκπληρώσουν την επιθυμία μου, θα αναλάμβαναν το βάρος να ζωντανέψουν την «ιδέα», να ζήσουν για το βιβλίο, να πράξουν και να πάθουν.

Αυτοί οι ήρωες λοιπόν, κινούνται στις τρεις διαστάσεις του χρόνου, παρελθόν – παρόν  και μέλλον. Έχουν βιώματά από το χθες, έχουν κάνει επιλογές που τους καθόρισαν, και βρίσκονται στο σήμερα, άλλοι σίγουροι για τον εαυτό τους και άλλοι αμήχανοι, αγωνιώντας για το άγνωστο αύριο. Έτσι, με τη βοήθειά τους γίνεται ένα αβίαστο, πιστεύω, ταξίδι σε τόπους μακρινούς και χρόνους άλλους, μεταξύ αναμνήσεων και προσδοκιών με αφετηρία και τερματικό σταθμό το εδώ (Σέρρες) και το τώρα (δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα).

Από τους τίτλους των κεφαλαίων, και όχι μόνο, έγινε αντιληπτό πως έχουμε να κάνουμε με έναν θεατράνθρωπο. Αλήθεια ποια διαχρονικά ήταν η σχέση σας με το θέατρο, ώστε να γράψετε και να ανέβουν στη σκηνή θεατρικά σας έργα;

Πιστεύετε στον έρωτα με την πρώτη ματιά; Ως μαθήτρια μικρότερης τάξης υπήρξα θεατής μιας παράστασης της έκτης δημοτικού, που δεν είχε καμία σχέση με τις τότε σχολικές παραστάσεις. Ήταν πραγματικό θέατρο. Μαγεύτηκα. Φανταστείτε το παιδί της επαρχίας του 1970 να βλέπει ένα θαύμα να συντελείται μπροστά στα μάτια του. Πρέπει να την παρακολούθησα από την αρχή μέχρι το τέλος, κρατώντας την αναπνοή μου. Και για καλή μου τύχη το έργο ήταν η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή.  Άλλο δέος. Από κινηματογραφόφιλη έγινα θεατρόφιλη μέσα σε δύο ώρες.

Μετά το τέλος της δικτατορίας, πάντα κρυφά γιατί ήταν απαγορευμένο από σπίτι και σχολείο, παρακολούθησα σχεδόν όλους τους θιάσους που ανέβασαν παραστάσεις τους στις Σέρρες. Όλα έργα σημαντικά, μια που η λογοκρισία των προηγούμενων χρόνων μας είχε αφήσει στερημένους και διψασμένους για χρόνια. Στα φοιτητικά χρόνια, οι σκηνές της Θεσσαλονίκης μου χάρισαν καινούριες εμπειρίες και μετά οι Αθηναϊκές σκηνές. Τα χρόνια εκείνα διάβασα πολλά θεατρικά κείμενα, προσπαθώντας να τα σκηνοθετώ στο μυαλό μου, δηλαδή να φαντάζομαι τους ήρωες ενεργούς και να τους βάζω να συνομιλούν. Τότε ανακάλυψα την καταπληκτική δύναμη του θεατρικού κειμένου. Αυτού του αυστηρά δομημένου λόγου που αφήνει την απόλυτη ελευθερία στον αναγνώστη να τον εξετάσει από διάφορες οπτικές γωνίες και να του δώσει ανάλογες προοπτικές. Όχι να παρερμηνεύσει και να αλλάξει τον λόγο του συγγραφέα, αλλά να ψάξει τα ενδεχόμενά του, τα κείμενά του σε βάθος. Τότε ανακάλυψα ότι πίσω από την πρώτη ανάγνωση του θεατρικού κειμένου, υπάρχουν κρυμμένες η δεύτερη, η τρίτη, η πολλοστή. Άρχισα να ανακαλύπτω τη μαγεία των λέξεων και των παύσεων.  Κάποια στιγμή ήρθε η ώρα να γράψω θεατρικό κείμενο. Ό,τι είχα συλλέξει ως εμπειρία όλα αυτά τα χρόνια και η συμμετοχή μου σε ερασιτεχνικές θεατρικές ομάδες αργότερα, είχαν γίνει λόγος και ήθελαν να πάρουν μορφή. Έγιναν κείμενο και στάθηκαν σε σκηνές. Φαντάζεστε τη συγκίνησή μου; Οι ήρωές μου πάνω στο σανίδι και το κοινό να ανταποκρίνεται και να συμμετέχει.

Θαυμάζω τη γλώσσα του θεατρικού κειμένου. Αυτός ο περιεκτικός, δυνατός λόγος του θεατρικού κειμένου που καθηλώνει, γλυκαίνει, πικραίνει, διαπραγματεύεται με ζωή και θάνατο, ταξιδεύει τον θεατή, τον κάνει συμμέτοχο, συνεργό, τον τραυματίζει, τον λυτρώνει, εμένα με γοητεύει και με καλεί να γράφω.

Με δυο κύριες πρωταγωνίστριες – την Πένη και την Αθηνά- κατορθώνετε, μέσα από τους εξαιρετικούς διαλόγους τους- επίσης άψογοι θεατρικά- να μας κρατήσετε το ενδιαφέρον αμείωτο. Τι είναι αυτό, που κατά τη γνώμη σας, κάνει το έργο σας τόσο ενδιαφέρον με έναν τίτλο πρόκληση για διερεύνηση;

Όταν μου τηλεφώνησαν από τις εκδόσεις «Παρατηρητής της Θράκης» και μου είπαν ό,τι θα εκδώσουν την «Κόρη της Μαρίας Κάλλας», χάρηκα όπως χαίρεται ένα μικρό παιδί. Το επόμενο λεπτό άρχισαν οι φόβοι μου. Ρώτησα λοιπόν την κυρία Κατσαρή-Βαφειάδου που μου τηλεφώνησε, αν είναι σίγουρη για την πρότασή της. Μου απάντησε ότι «το βιβλίο άρεσε για την πλοκή του, τη γλώσσα του και την αλήθεια του». Με την ερώτησή σας κυρία Κωστοπούλου, μου θυμίσατε εκείνη τη συνομιλία. Δεν πέρασα εύκολα τον καιρό που έγραφα το βιβλίο μου, δεν ήταν εύκολος φίλος. Ξενύχτησα μαζί του συνομιλώντας με όλα τα πρόσωπα που πηγαινοέρχονταν στις σελίδες του. Άλλα πρόσωπα, άλλοι χαρακτήρες, διαφορετικά πιστεύω, άλλες αξίες, προσδοκίες και ζωές. Έψαξα να βρω την αλήθεια του καθενός, τη γλώσσα του, τις σκέψεις του, τις συνήθειες. Καθώς ζωντάνευαν κάθε μέρα περισσότερο, σταμάτησα να παρεμβάλλομαι και τους άφησα ελεύθερους να ξεδιπλωθούν και να συνομιλήσουν. Κάπως έτσι έγιναν αληθινοί, πειστικοί και τελικά ταξίδεψαν μαζί τον αναγνώστη. Ξέρετε, όταν άρχισα να δέχομαι τηλεφωνήματα και να μου λένε αναγνώστες ότι διάβαζαν το βιβλίο χωρίς διακοπή γιατί με αγωνιούσαν για την εξέλιξή του, η ικανοποίηση που ένιωθα δεν ήταν για μένα.  Χαιρόμουν γιατί διαπίστωνα ότι οι άνθρωποι αυτοί είχαν αγαπήσει τους ήρωες μου. Έπασχαν μαζί τους και νοιάζονταν γι’ αυτούς σα να ήταν άνθρωποι πραγματικοί, φίλοι. Και μαζί με τους ήρωες είχαν αγαπήσει και την ιστορία μου.

Όσο για τον τίτλο; Στην αρχή μου φάνηκε υπερβολικός, αλλά μετά θεώρησα πως είναι ο μόνος που ταίριαζε. Προκλητικός, κραυγαλέος, ασεβής. Όπως η εποχή μας. Και ολίγον αυτοσαρκαστικός. Έχω τους λόγους μου που το ισχυρίζομαι αυτό.

Η συνεχόμενη στις σελίδες σας ακροβασία μεταξύ fake news και αλήθειας το κάνει ακόμη πιο προκλητικά ενδιαφέρον και οδηγεί τον αναγνώστη ν’ ανηφορήσει χωρίς κόπο στους δρόμους της ιστορίας που τους προσφέρετε. Πως το καταφέρνετε αλήθεια; Μιλήστε μας γι’ αυτό.

Το μυθιστόρημα είναι το ψέμα του συγγραφέα. Ακόμα και όταν συμπεριλαμβάνονται σε αυτό γεγονότα, οφείλει ο συγγραφέας να κάνει μύθο τις αλήθειες, να μένει πιστός στο  ψέμα του, στο παραμύθι του. Αλλιώς κάνει μια απλή παράθεση και απογυμνώνει την ιστορία από την ονειρική της διάσταση. Δεν μπορεί να υποσχεθεί ταξίδι.

Την περίοδο της κατοχής, ένα τυχαίο γεγονός δίνει την ευκαιρία στην Πένη του 2012 να πλάσει μια δική της ιστορία μέσα στη δική μου και χρησιμοποιεί τους ήρωες του βιβλίου για να πετύχει τον στόχο της. Ένα ψέμα μέσα στο ψέμα δηλαδή. Με μια μεγάλη διαφορά. Το δικό μου ψέμα περιορίζεται στο να γράψω ένα μυθιστόρημα και να το φτάσω ως τον αναγνώστη. Η Πένη χρειάζεται το ψέμα, για να κατασκευάσει μια είδηση. Θα χρησιμοποιήσει λοιπόν πρόσωπα και  γεγονότα που βολεύουν και, με τη βοήθεια του τύπου και των μέσων κοινωνικής διαδικτύωσης, θα τη διοχετεύσει στο διψασμένο κοινό.

Η Πένη δεν είναι ένα σκοτεινό πρόσωπο και δεν έχει δόλιους σκοπούς. Ίσως αυτό ακριβώς είναι και το πιο επικίνδυνο. Μάλιστα, όλο αυτό το κατασκεύασμα, της δημιουργείται ως σκέψη επειδή έχει θυμώσει με τους κατασκευαστές των fake news. Ως παιχνίδι πλάθει μια ιστορία, διαπιστώνει ότι η ίδια η ζωή της μπορεί να την αποδείξει και  να την υποστηρίξει και θέλοντας να δώσει και ένα μάθημα ήθους στην Αθηνά, πέφτει στην παγίδα και δημιουργεί μία κατασκευασμένη είδηση, σε βάρος ενός προσώπου που δεν είχε κανένα λόγο να βλάψει. Μιας αγαπημένης γυναίκας που δεν έχει γνωρίσει ποτέ, αλλά που πάντα, με κάποιον καθοριστικό τρόπο, ήταν παρούσα και επηρέαζε θετικά τη ζωή της. Που υπήρξε το ίνδαλμά της.

Από την ώρα που η Πένη αρχίζει τις ακροβασίες της μεταξύ των fake news και της αλήθειας, αρχίζει και ο αναγνώστης να άγεται και να φέρεται μεταξύ των δύο κόσμων, όμως γνωρίζοντας συγχρόνως ότι διαβάζει ένα μυθιστόρημα. Ό,τι δηλαδή ούτως ή άλλως βρίσκεται σε έναν ψεύτικο κόσμο. Επομένως το γεγονός ότι η Πένη, το κυρίαρχο πρόσωπο του βιβλίου, είναι αυθεντική, με τις καλές και κακές της στιγμές που πάσχει και πείθει για τα συναισθήματά της, κάνει τον αναγνώστη να παρακολουθεί και να συμμετέχει με αυθεντική αγωνία την πορεία της και τις ανησυχίες της.

Θα μπορούσε, κάλλιστα κι αυτό το βιβλίο να αποτελέσει σενάριο κάποιας ταινίας ή θεατρικής αναζήτησης της αλήθειας, επί… σκηνής?

Νομίζω πως ναι. Και αυτό ακούστηκε έντονα από τους παρευρισκόμενους στη βιβλιοπαρουσίαση που έγινε πρόσφατα στην Κομοτηνή. Είναι αλήθεια πως όταν σκιαγραφώ ένα πρόσωπο, το τοποθετώ στον χώρο και το σκέφτομαι ως ηθοποιό σε ταινία ή παράσταση. Με αυτόν τον τρόπο λειτούργησα σε όλα τα θεατρικά μου και φυσικά και στην «Κόρη της Μαρίας Κάλλας». Όμως, όταν ξεκίνησα να το γράφω, ήθελα να γράψω μυθιστόρημα που ευτύχησα τελικά να το δω εκδομένο. Θέλω να του δώσω χρόνο να κάνει το ταξίδι που δικαιούται ως βιβλίο. Αργότερα όλα τα ενδεχόμενα θα είναι ανοιχτά και υπό σκέψη.

Ο ιστορικός χρόνος του έργου σας (1941-1944), οι προσωπικοί μονόλογοι των πρωταγωνιστών και οι διάλογοι νιώθω πως είναι τόσο σημερινοί. Μάλλον είναι και το είδος που αγαπάτε και το εξελίσσεται συνεχώς;

Η δική μου ζωή χρονολογείται από την εποχή του ραδιοφώνου. Ήχος χωρίς εικόνα. Λέξεις και φαντασία. Μαζί με το ραδιόφωνο και μια οικογένεια που περνούσε τα βράδια γύρω από το τραπέζι λέγοντας ιστορίες. Οι γονείς μου υπήρξαν οι νέοι εκείνης της εποχής και μας διηγούνταν τη ζωή τους σαν παραμύθι. Από αυτά τα «αληθινά παραμύθια τους», δανείστηκα κάποια στοιχεία που με βοήθησαν να αναπτύξω την ιστορία του βιβλίου.

Οι γονείς μου λοιπόν και η ύπαρξη της μεραρχίας Πινερόλο με βοήθησαν ουσιαστικά στο να κτίσω το μυθιστόρημα που αρχίζει το 1941 και συνεχίζεται μέχρι τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα. Να τοποθετήσω στον χρόνο τα πρόσωπα και να έχουν λόγο ύπαρξης σε ένα γαϊτανάκι στο οποίο η ζωή του καθενός είναι απαραίτητη και σημαντική για την εξέλιξη της ζωής των άλλων. Συνυπάρχουν και συνδιαλέγονται.  Ήθελα, όσο αληθινά είχαν γίνει αυτά τα πρόσωπα για μένα, το ίδιο αληθινά να είναι και για τον αναγνώστη και αυτό θα συνέβαινε μόνο εάν οι ήρωες αυτοί ήταν αληθινοί με τον εαυτό τους και με τους άλλους. Ο λόγος τους δηλαδή να είναι πραγματικός και να έχει τη ζωντάνια του προφορικού λόγου. Να είναι καθημερινός, χαρακτηριστικός και ανάλογος με την ηλικία, την καταγωγή και το μορφωτικό επίπεδο του καθενός.

Έχετε δίκιο κυρία Κωστοπούλου. Πραγματικά αυτός ο λόγος με ενδιαφέρει και αυτόν αγαπώ. Αυτόν μιλώ, χάρη σε αυτόν επικοινωνώ και συνομιλώ και αυτόν με ενδιαφέρει να δουλεύω και να αναπτύσσω. Χωρίς στολίδια, χωρίς περιττές φλυαρίες. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι Μικρασιατών προσφύγων που η μητρική γλώσσα των μεγαλύτερων ήταν η τουρκική και τα ελληνικά τους σπασμένα. Διέκρινα τον αγώνα του πατέρα μου που, κουβαλώντας από την παιδική του ηλικία το «στίγμα» του πρόσφυγα και του παρείσακτου, έψαχνε να βρει τις κατάλληλες λέξεις να εκφραστεί, γιατί αυτό ήταν το απωθημένο του.

Αργότερα, υπέστην τα αποτελέσματα των απαιτήσεων του εκπαιδευτικού συστήματος εκείνων των χρόνων, που ήθελε στο μεν σχολείο ακραία καθαρεύουσα στα γραπτά και απλή καθαρεύουσα στα προφορικά, στο δε σπίτι, όπως και στη γειτονιά, δημοτική. Φυσικά στο γυμνάσια έμπαιναν δυναμικά και τα αρχαία ελληνικά. Ήταν επόμενο λοιπόν, έχοντας αυτή την εμπειρία, το θέμα της γλώσσας να με απασχολήσει πολύ και να την ψάχνω στην καθημερινότητά μου. Ήθελα να βρω τον δικό μου τρόπο έκφρασης. Από τα σχόλια που είχα για τα θεατρικά και για το βιβλίο μου, μάλλον κατάφερα να γράψω με τον τρόπο που θέλω και μου ταιριάζει και αυτός ο τρόπος «μίλησε» στους θεατές και στους αναγνώστες.

Εμάς μας άρεσε ιδιαίτερα η γραφή σας και για όλους τους παραπάνω λόγους προσκαλούμε τους αναγνώστες να το αναζητήσουν. Από μέρους μας να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο σας και αν σας είναι εύκολο κάντε μας μικρή αναφορά για τις νέες σας δημιουργίες που βρίσκονται υπό έκδοση…

Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια και για την όμορφη ευχή σας. Δουλεύω πάνω σε δύο βιβλία τα οποία προϋπάρχουν ως σύλληψη του βιβλίου «Η κόρη της Μαρίας Κάλλας». Το ένα έχει ως τίτλο του «Δεύτερο χέρι». Πραγματεύεται και ερευνά τη ζωή μιας διαφορετικής,  μοναχικής και παράξενης γυναίκας της επαρχίας, γεννημένης στο τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου που πεθαίνει περίπου στα χρόνια μας. Μέσα από τα δικά της μάτια επιδιώκω να  περιγράψω όλη την παραπάνω εποχή και τις αλλαγές που συνέβησαν.

Ο τίτλος του άλλου βιβλίου είναι «Ο τέλειος άνδρας» και εδώ, με τέσσερα διηγήματα τα οποία καλύπτουν τον 20ο αιώνα ανά εικοσιπενταετία, επιχειρώ να σκιαγραφήσω τις αλλαγές που υπέστησαν οι άνδρες στη διάρκεια του αιώνα που πέρασε. Από τον τρόπο σκέψης τους, τη στάση ζωής τους, τις αντιλήψεις τους, τις ερωτικές – συζυγικές σχέσεις τους, την εργασία τους μέχρι εκεί που θα με οδηγήσει το ίδιο το βιβλίο.

Με λίγα λόγια και γνωρίζοντας ότι η συγγραφή είναι πολύ μοναχική υπόθεση, θα περάσω πολλές μέρες και νύχτες έχοντας μπροστά μου τον υπολογιστή.

Λίγα λόγια για το βιβλίο

«Τόση δύναμη έχει η αλήθεια
που μπορεί τελείως να νικάει
ακόμα και το πιο καλοστημένο ψέμα.
Τόση δύναμη έχει το ψέμα
που μπορεί να επανέρχεται και να πείθει
παριστάνοντας μια νέα αλήθεια»
Τίτος Πατρίκιος, «Αντίπαλες δυνάμεις», Ο δρόμος και πάλι, Κίχλη, Αθήνα 2020)

Θα μπορούσε ποτέ η μεγάλη prima donna της όπερας Μαρία Κάλλας να έχει κόρη που μεγάλωσε στις Σέρρες, υιοθετημένη από μια μικροαστική, αλλά με τον δικό της, ιδιαίτερο, αξιακό κώδικα, οικογένεια;

Ο Λουίτζι Πιραντέλο, ορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο το εκάστοτε κοινό επιλέγει να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, αποφαίνεται ότι «έτσι είναι αν έτσι νομίζετε». Ίσως γιατί διαισθανόταν ότι τα ψέματα, όπως τα λέγανε τότε, τα fake news, όπως τα λέμε σήμερα, έχουν μεγαλύτερη δύναμη από την αλήθεια.

Όπως συμβαίνει και με την ιστορία για την κόρη της Κόλλας, που δημοσιεύουν στη σερραϊκή εφημερίδα “Πρώτο Φως” δυο καρδιακές φίλες: η Πένη, η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος, και η Αθηνά, εκδότρια και δημοσιογράφος της εφημερίδας.

Μια ιστορία με κέντρο τις Σέρρες, από τα χρόνια της βουλγαρικής κατοχής του 1941-1944 και μέχρι σήμερα.

Ποια είναι η Γεωργία Συμεωνίδου
Η Γεωργία Συμεωνίδου γεννήθηκε στις Σέρρες το 1961. Το 1982 τελείωσε τις σπουδές της στην Παιδαγωγική Ακαδημία του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1983 διορίστηκε στην Κομοτηνή όπου παρέμεινε ως δασκάλα Ειδικής Αγωγής μέχρι το 2011 που μετατέθηκε στον Βόλο. Στην Κομοτηνή συμμετείχε ως ερασιτέχνης ηθοποιός στη θεατρική ομάδα του Πολιτιστικού Συλλόγου Γυναικών Ν. Ροδόπης. Στις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη έγραψε τα χορικά, το 2008, στη σκηνή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κομοτηνής, ανέβηκε το πρώτο θεατρικό της έργο με τίτλο «Μαρία Κάλλας PrimadonnaAssoluta» και το 2011 το δεύτερο με τίτλο «ThisisGreece». Την ίδια περίοδο συνεργαζόταν με την εφημερίδα «Παρατηρητής της Θράκης» ως αρθρογράφος.

Στον Βόλο και ως ιδρυτικό μέλος της ομάδας «Κλοσάρ», από το 2013 έως το 2019 έγραψε, σκηνοθέτησε και παρουσίασε στο θέατρο της «Παλαιάς Ηλεκτρικής» και στο κινηματοθέατρο «Αχίλλειο» τα θεατρικάέργα: «ThisisGreece: Στον λάκκο των λεόντων», «Κ. Π. Καβάφης: Επάγγελμα γραφεύς», «Κότες» και «Η Πηνελόπη αλλιώς». Την ίδια περίοδο ανέβηκαν στη σκηνή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κομοτηνής οι «Κότες» και δύο ακόμη θεατρικά της: «ThisisGreeceS.O.S.» και η «Μαύρη γάτα». Το 2020, από τις εκδόσεις «Παρατηρητής της Θράκης» εκδόθηκε το βιβλίο της «Η κόρη της Μαρίας Κάλλας».

*Η Φωτεινή Κωστοπούλου είναι ιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου «Πλαστελίνη»