Τεράστια καθυστέρηση και αυθαίρετες αλλαγές στην Πλατεία Πανεπιστημίου

Του Κώστα Μανωλίδη
Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Η πλατεία Πανεπιστημίου ονομάστηκε έτσι γιατί διανοίχτηκε μετά από μια πολυετή διαδικασία απαλλοτριώσεων (με την οικονομική συμβολή και του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας) για να προκύψει ένας ελεύθερος χώρος στο κέντρο του Βόλου που ταυτόχρονα θα αναδείκνυε το μελλοντικό πανεπιστημιακό συγκρότημα στο πρώην εργοστάσιο Ματσάγγου.
Οι αρχικές σκέψεις για υπόγειο χώρο στάθμευσης ευτυχώς δεν ευοδώθηκαν. Η πλατεία θα κατέληγε να γίνει η οροφή ενός πάρκινγκ, χωρίς τη δυνατότητα φύτευσης ψηλών δέντρων, ενώ μέρος της επιφάνειάς της θα ροκανιζόταν από τις ράμπες εισόδου/εξόδου των αυτοκινήτων και τις σημαντικές υπέργειες απολήξεις των συστημάτων εξαερισμού. Παράλληλα, η ίδια η ουσία της πλατείας κινδύνευε καθώς είχε αρχίσει να συζητιέται και η δημιουργία εντός της εμπορικών χώρων για να διασφαλιστεί η ανταποδοτικότητα της επένδυσης ιδιωτικών κεφαλαίων που απαιτούνταν για την υπόγεια κατασκευή.
Έτσι κι αλλιώς, οι πρόσφατες πλημμύρες μας έπεισαν ότι κάθε νέα αστική παρέμβαση πρέπει πλέον να γίνεται με γνώμονα την μικρότερη επιβάρυνση της πόλης με βαριές υποδομές και την μεγιστοποίηση του πρασίνου και της απορροφητικότητας του αστικού εδάφους.
Σε αυτήν την κατεύθυνση, το 2011 ο τότε δήμαρχος Πάνος Σκοτινιώτης αποφάσισε να προχωρήσει το έργο μιας ήπιας διαμόρφωσης της πλατείας και να το εντάξει επειγόντως σε χρηματοδότηση του ΕΣΠΑ. Ανέθεσε τον σχεδιασμό της διαμόρφωσης σε ομάδα μηχανικών της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου, συνεπικουρούμενης από ομάδα τεσσάρων καθηγητών του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών.

Σημειώνεται ότι η συμμετοχή των καθηγητών Κώστα Αδαμάκη, Θεοκλή Καναρέλη, Ζήση Κοτιώνη και Κώστα Μανωλίδη ήταν απολύτως εθελοντική, χωρίς καμία αμοιβή.

Η γενική ιδέα της πρότασης
Η σχεδιαστική προσέγγιση που υιοθετήθηκε βασίστηκε στην κρίσιμη συμβολή που είχαν ανέκαθεν οι πλατείες στη λειτουργία των πόλεων. Το κενό της πλατείας προσφέρει διαχρονικά τη δυνατότητα υπαίθριας ζωής, κοινωνικής συνεύρεσης, συγκεντρώσεων και τελετών. Στο ανοιχτό πεδίο της πλατείας η δημόσια ζωή ξεδιπλώνεται με απρόβλεπτους τρόπους, οι ρυθμοί της καθημερινότητας επιβραδύνονται και η ατομικότητα συνδιαλέγεται με το συλλογικό. Γι αυτό η πλατεία, σε αντίθεση με το πάρκο, δεν νοείται ως χώρος απόδρασης κι ενδοσκόπησης αλλά ως ο κατεξοχήν τόπος της ανάμειξης κι επαφής των πολιτών.
Μια από τις πρώτες παραδοχές για τον σχεδιασμό της πλατείας Πανεπιστημίου αφορούσε την ένταση των διαμορφώσεων. Με δεδομένο το μικρό μέγεθος της πλατείας αποφασίστηκε ότι ο χώρος της δεν θα έπρεπε να φορτωθεί με επιπρόσθετα τρισδιάστατα στοιχεία και υπερβολικές διαμορφώσεις. Έπρεπε να παραμείνει ευέλικτος και ελεύθερος, σαν ένα μικρό ξέφωτο στην πυκνή πόλη, χωρίς κατασκευές που θα δεσμεύουν τον χώρο, που θα δημιουργούν οπτικά εμπόδια και θα επιβάλλουν προκαθορισμένες διαδρομές. Συνεπώς, το ίδιο το δάπεδο της μεγάλης αστικής αίθουσας που είναι η πλατεία, όφειλε να είναι το βασικό αρχιτεκτονικό γεγονός του σχεδιασμού.


Την απαραίτητη οργανωτική λογική του δαπέδου την προσέφερε η έννοια της ύφανσης. Μέσω της διεργασίας της ύφανσης, η επιθυμητή ποικιλία δαπεδοστρώσεων και φυτοκαλύψεων μπορεί να είναι αισθητικά δραστική χωρίς να είναι παράγοντας κατακερματισμού του χώρου. Έτσι, διαμορφώθηκε μια επιφάνεια από ανισοπαχείς λωρίδες διαφορετικών υλικών που αναπτύσσονται κάθετα στον μεγάλο άξονα της πλατείας. Αυτές οι λωρίδες «δένονται» μεταξύ τους με γραμμικά «νήματα» από λευκό μάρμαρο.
Το μοτίβο της συνύφανσης διαφορετικών στοιχείων σε μια συνεκτική ενότητα μεταφέρει κι έναν απολύτως ταιριαστό συμβολισμό. Μας υποβάλλει την ιδέα της πρόσδεσης των μονάδων σε ένα συλλογικό σχέδιο, την συνθήκη δηλαδή που μετατρέπει τα άτομα σε κοινωνία.
Για την επιλογή των υλικών που εναλλάσσονται στο δάπεδο της πλατείας ορίστηκαν ως κριτήρια, η μεταξύ τους συνάφεια, η όσο το δυνατόν μη βιομηχανοποιημένη μορφή τους και η εντοπιότητα της προέλευσής τους. Επίσης, τα εξαιρετικά παραδείγματα πλατειών στα χωριά του Πηλίου συνέβαλαν στην απόφαση για την ισχυρή παρουσία της πέτρας και των ψηλών δέντρων και γενικότερα οδήγησαν τον σχεδιασμό σε έναν διάλογο με τον οικοδομικό πολιτισμό του βουνού.


Ο συνυπολογισμός όλων αυτών των δεδομένων κατέληξε λοιπόν σε μια ποικιλία πλακοστρώσεων με σχιστόλιθους Πηλίου σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερα μεγέθη. Η αδρότητα αυτών των πλακοστρώσεων αναδεικνύεται στην εναλλαγή τους με πιο λεία και ομοιογενή δάπεδα από ειδικά επεξεργασμένο σκυρόδεμα και από βοτσαλωτό δάπεδο με μικρές κροκάλες.

Το δέντρα της πλατείας
Η μορφή του πρασίνου στην πλατεία ήταν ένα θέμα που απασχόλησε ιδιαίτερα την ομάδα μελέτης. Είναι γεγονός ότι η πληθωρική παρουσία της βλάστησης μπορεί να αποβεί περιοριστική για την ανοιχτότητα που οφείλει να διαθέτει μια αστική πλατεία. Αυτός ο κίνδυνος όμως έπρεπε να συνεκτιμηθεί με τη θετική δράση των δέντρων στο μικροκλίμα, την σκιά που προσφέρουν και τα αντιρρυπαντικά τους οφέλη. Με απαίτηση και του τότε δημάρχου οι φυτεμένες επιφάνειες θα έπρεπε να αποτελούν τουλάχιστον το 50% της πλατείας.
Σταθμίζοντας αυτά τα στοιχεία, η πρότασή μας διατηρούσε το μεγαλύτερο μέρος από τις υφιστάμενες μουριές και συμπεριελάμβανε την φύτευση αρκετών νέων ψηλών δέντρων που στην πλήρη τους ανάπτυξη θα σκιάζουν σημαντικό τμήμα της πλατείας. Η μισή περίπου επιφάνεια της πλατείας διατηρήθηκε χωρίς πλακοστρώσεις, προκειμένου να καλυφθεί από χλοοτάπητα και άλλη χαμηλή βλάστηση καλλωπιστικών και αρωματικών ειδών. Αυτή η επιλογή συμβάλλει επίσης στην απορροφητικότητα που θα επιδεικνύει η πλατεία στα νερά της βροχής.
Συγκεκριμένα, η οργάνωση των δέντρων προέβλεπε δύο δεντροστοιχίες από μουριές που οριοθετούν την πλατεία στις πλευρές των οδών Π. Μελά και Μακεδονομάχων, ενώ στη μεσαία ζώνη του χώρου προτάθηκαν δέντρα σκιάς, μεγάλης ανάπτυξης, και αντοχής τα οποία ενισχύουν την αναφορά της πλατείας στο ορεινό τοπίο, όπως σφενδάμια, ιπποκαστανιές και φλαμουριές.

Η εξέλιξη του έργου
Η τελική πρόταση έγινε άμεσα αποδεκτή και προχώρησε η αρχική ένταξή της στο ΕΣΠΑ, αλλά η δρομολόγησή της καθυστέρησε σχεδόν δύο χρόνια λόγω τακτοποίησης πολεοδομικών εκκρεμοτήτων που προέκυψαν από την κατάργηση της παλαιότερης οδού που διέτρεχε την έκταση της πλατείας.
Στη συνέχεια άλλαξε η Δημοτική Αρχή και η διοίκηση Μπέου δεν έδειξε ενδιαφέρον για την άμεση υλοποίηση του έργου. Όταν τελικά αποφάσισε να προχωρήσει στην δημοπράτηση της κατασκευής, τόσο η επιλογή του εργολάβου, όσο και η διαχειριστική υποστήριξη από τον Δήμο αποδείχτηκαν προβληματικές με αποτέλεσμα η πλατεία να παραμένει ένα κλειστό εργοτάξιο εδώ και χρόνια. Είναι πραγματικά αξιοπερίεργο πως ένα τόσο απλό και χαμηλού κόστους έργο παραμένει ανολοκλήρωτο για τόσο μεγάλο διάστημα.

Η τόσο προβεβλημένη αποτελεσματικότητα του Α. Μπέου σε αυτήν την περίπτωση διαψεύστηκε παταγωδώς.
Εν τω μεταξύ, από τα τμήματα που ήδη κατασκευάστηκαν διαπιστώνονται αλλαγές σε σχέση με την αρχική μελέτη, όπως αλλαγή σχήματος και μεγέθους στα παρτέρια, προσθήκη περιμετρικών πεζουλιών στις επιφάνειες πρασίνου, αλλαγή τοποθέτησης της επιφάνειας νερού, κοπές δέντρων κ.ά. για τα οποία ποτέ δεν ρωτήθηκαν οι μελετητές.
Ερωτήματα επίσης προκαλεί η καθυστέρηση φύτευσης των νέων δέντρων, τα οποία θα μπορούσαν να είχαν φυτευτεί εδώ και χρόνια στις προβλεπόμενες θέσεις και να είχαν ήδη αποκτήσει σχετικά ικανοποιητικό μέγεθος.