Η αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ -Ο “λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται”

*Του Γιώργου Τοζίδη 

Η άνοδος του πληθωρισμού λόγω της εκμετάλλευσης των συνεπειών αφενός της πανδημίας και αφετέρου της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, έδωσε το πρόσχημα στις κεντρικές τράπεζες όλων των αναπτυγμένων χωρών να προχωρήσουν στην ικανοποίηση του χρόνιου αιτήματος των τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών για αύξηση των επιτοκίων. Για μια ακόμη φορά, οι «τεχνοκράτες» των κεντρικών τραπεζών, πιστοί στο νεοφιλελεύθερο δόγμα, επέλεξαν την άνοδο των επιτοκίων προκειμένου να μειώσουν τον πληθωρισμό χωρίς να αναλύσουν ούτε τις αιτίες (διότι τότε θα αναδεικνυόταν η αισχροκέρδεια στις τιμές των τροφίμων, της ενέργειας, των καυσίμων και των εξόδων μεταφοράς) αλλά ούτε και τις συνέπειες στο βιοτικό επίπεδο ιδιαίτερα των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων.
Είναι ενδεικτική των παραπάνω, και μας αφορά άμεσα, η πολιτική που ακολούθησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) η οποία σε χρονικό διάστημα μόλις επτά (7) μηνών αύξησε το βασικό επιτόκιο του ευρώ (διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων) από το -0,50% στο 2,50% ενώ εκτιμάται ότι αυτό θα ξεπεράσει το 4% μέχρι το τέλος του 2023 (στη συνεδρίαση του Μαρτίου θα αποφασιστεί νέα αύξηση κατά 0,50%). Την ευκαιρία δεν άφησαν ανεκμετάλλευτη οι εμπορικές τράπεζες της ευρωζώνης οι οποίες έσπευσαν να αυξήσουν τα επιτόκια δανεισμού επιχειρήσεων και νοικοκυριών, διευρύνοντας το περιθώριο κέρδους τους ενώ «είδαν» και την απόδοση των καταθέσεών τους στην ΕΚΤ να αυξάνεται. Στην αισχροκέρδεια των εταιρειών ενέργειας, εμπορίας τροφίμων και των διυλιστηρίων, ήρθαν, πλέον, να προστεθούν και οι τράπεζες. Είναι χαρακτηριστική η εκτόξευση του ποσοστού μικτού κέρδους των ελληνικών τραπεζών (διαφορά επιτοκίου δανείων – καταθέσεων) από 3,53% (Ιούλιος 2022) σε 5,22% (Ιανουάριος 2023) που οφείλεται στην αύξηση των επιτοκίων δανεισμού σε αντίθεση με τα επιτόκια καταθέσεων που παρέμειναν, ουσιαστικά, σταθερά. Ακόμη και οι πρόσφατες προσφορές των τραπεζών προς τους καταθέτες αφορούν σε προθεσμιακές καταθέσεις όταν το 82% περίπου των καταθέσεων των νοικοκυριών στις τράπεζες είναι καταθέσεις ταμιευτηρίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι το περιθώριο επιτοκίου ήταν σε αυτά τα επίπεδα (>5%) το 2005…
Οι συνέπειες της ανόδου των επιτοκίων είναι ιδιαίτερα έντονες στους οφειλέτες στεγαστικών δανείων: το επιτόκιο των υφιστάμενων στεγαστικών δανείων, με διάρκεια άνω των 5 ετών, έχει ουσιαστικά διπλασιαστεί καθώς αυξήθηκε από 2,15% (Ιούλιος 2022) σε 4,01% (Ιανουάριος 2023), σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Ενδεικτικά, οι δανειολήπτες που έχουν λάβει στεγαστικό δάνειο κυμαινόμενου επιτοκίου χρονικής διάρκειας 15 ετών πληρώνουν, πλέον, διπλάσια δόση σε σύγκριση με αυτήν που πλήρωναν το καλοκαίρι του 2022.
Ταυτόχρονα έχει διευρυνθεί και η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων που δανείζονται οι ελληνικές επιχειρήσεις και οι επιχειρήσεις της ευρωζώνης. Τον Ιανουάριο , το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο δανεισμού για τις ελληνικές επιχειρήσεις ήταν 5,09% ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο για τις ευρωπαϊκές ήταν 3,63%. Αυτή η απόκλιση επηρεάζει περισσότερο την ανταγωνιστικότητα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων καθώς είναι δεδομένη η ευχερής πρόσβαση των μεγάλων επιχειρήσεων σε διαφοροποιημένες πηγές άντλησης κεφαλαίων.
Το επιτόκιο για τις καταθέσεις ταμιευτηρίου έχει παραμείνει ουσιαστικά μηδενικό (0,03%/ΙΑΝ. 2023) παρά τα διψήφια ποσοστά πληθωρισμού και την άνοδο των επιτοκίων της ΕΚΤ. Όμως ακόμη και στις προθεσμιακές καταθέσεις το μέσο επιτόκιο που προσφέρουν οι ελληνικές τράπεζες είναι το τέταρτο χαμηλότερο μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης.
Οι παραπάνω εξελίξεις επιδεινώνουν ακόμη περισσότερο το εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών, ακόμη και αυτών που ανήκουν στη μεσαία τάξη, που ήδη πλήττονται από την αισχροκέρδεια στις τιμές των τροφίμων, στην ενέργεια και τα καύσιμα με αποτέλεσμα να δυσχεραίνονται ακόμη περισσότερο οι συνθήκες διαβίωσής τους.
Οι ελληνικές τράπεζες εκμεταλλεύονται την ολιγοπωλιακή δομή του τραπεζικού συστήματος όπως αυτή έχει διαμορφωθεί με τις συγχωνεύσεις και εξαγορές που επέφεραν τα μνημόνια. Η συγκέντρωση του τραπεζικού κεφαλαίου στην Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση αφού το ποσοστό που ελέγχουν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες στις καταθέσεις και τα δάνεια υπερβαίνει το 90%… Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και η Επιτροπή Ανταγωνισμού αποφάσισε πρόσφατα την, κατά προτεραιότητα, εξέταση των πρακτικών των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Η ολιγοπωλιακή δομή της τραπεζικής αγοράς και η πολιτική των τραπεζών καθιστούν αδήριτη ανάγκη την ύπαρξη ενός δημόσιου πυλώνα που θα λειτουργήσει προς όφελος της οικονομίας αποτρέποντας τιμολογιακές πολιτικές που χαρακτηρίζονται από αισχροκέρδεια. Με δεδομένα τα ποσοστά που κατέχει σήμερα το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) στις τέσσερις συστημικές τράπεζες, η πλέον πρόσφορη επιλογή είναι αυτή της Εθνικής Τράπεζας. Η ΕΤΕ έχει το κατάλληλο μέγεθος ώστε να επηρεάζει την εγχώρια αγορά κεφαλαίου, το ΤΧΣ κατέχει το 40,39% των μετοχών και δεν υπάρχει άλλος μέτοχος με ποσοστό μεγαλύτερο του 5%. Απαραίτητη προϋπόθεση: η νομοθετική τροποποίηση των όρων λειτουργίας του ΤΧΣ και η πλήρης άσκηση των δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου σύμφωνα με τη νομοθεσία των ανωνύμων εταιρειών και το καταστατικό της τράπεζας.
Επειδή το πρόβλημα αφενός με την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού και αφετέρου με τα μηδενικά επιτόκια καταθέσεων απαιτεί άμεσες παρεμβάσεις προτείνονται τα ακόλουθα:
1. Επαναφορά της έκπτωσης από το φορολογητέο εισόδημα μέρους ή του συνόλου των τόκων των στεγαστικών δανείων για την απόκτηση πρώτης κατοικίας (ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος).
2. Έκδοση από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους τρίμηνων εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου με αποκλεισμό των τραπεζών από την αγορά τους.
3. Εκπόνηση προγραμμάτων κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με αξιοποίηση πόρων των ευρωπαϊκών προγραμμάτων (συμπεριλαμβανομένου του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας).

*Ο Γιώργος Τοζίδης είναι Οικονομολόγος -Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην ΕΠΟΧΗ