Κόρμακ ΜακΚάρθι: Ζούσε σαν αναχωρητής, έγραφε σαν σκοτεινός προφήτης

Πάντα με ενδιέφεραν οι άνθρωποι που απολάμβαναν το ζην επικινδύνως» είχε δηλώσει ο Κόρμακ ΜακΚάρθι σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, δικαιολογώντας την ασυγκράτητη εμμονή του με τους ευφυείς, ριψοκίνδυνους και συντετριμμένους ήρωες, έτοιμους να δουν την αλήθεια «μέσα από την τρύπα ενός δαχτυλιδιού από όπου χωρά να περάσει όλη η αγέλη των σκυλιών της κόλασης», όπως έγραφε ο κορυφαίος Αμερικανός μυθιστοριογράφος που έφυγε από τη ζωή λίγο πριν κλείσει τα 90.

Αν στο σχεδόν αυτοβιογραφικό, μόλις τέταρτο στη μακρά του λογοτεχνική πορεία, μυθιστόρημά του «Suttree», το λογοτεχνικό alter ego του ΜακΚάρθι ήταν ένας απομονωμένος μισάνθρωπος που συνήθιζε να ψαρεύει την καθημερινή του τροφή, ζώντας σε συνθήκες ακραίας φτώχειας στις όχθες του ποταμού Τενεσί, μέχρι που ένα πτώμα ανασύρθηκε μπροστά στα μάτια του, στο προτελευταίο έργο του, «Ο Επιβάτης», ένας αντίστοιχος νεόπτωχος αναχωρητής, ο Μπόμπι, καλείται και πάλι να απαντήσει στο ποιος ήταν ο άγνωστος επιβάτης που ανασύρθηκε νεκρός από τα ωκεάνια βάθη. Οι αναλογίες όχι τυχαίες, αφού η ακραία φτώχεια και ο μοιραίος θάνατος ήταν αδιάσπαστα συνδεδεμένα στη σκέψη αλλά και στο ασυνείδητο του σπουδαίου Αμερικανού μυθιστοριογράφου, τροφοδοτώντας, σαν τις εξπρεσιονιστικές πινελιές στους πίνακες του Πόλοκ, τα αφαιρετικά σχήματα των βιβλίων του.

Όταν κάποιοι του είπαν ότι το παρακάνει με τη διεστραμμένη εκδοχή του βίου, εκείνος είχε δώσει την απάντηση πως «όσοι νομίζουν ότι θα μπορούσαν να ζήσουν μια αρμονική ζωή είναι οι πρώτοι που θα εκχωρήσουν την ψυχή τους και την ελευθερία τους. Είναι πολύ επικίνδυνο να νομίζεις ότι μπορείς να ζήσεις έναν ήσυχο βίο».

Η σύνδεση ασυνείδητου και φανταστικού στοιχείου που χαρακτηρίζει πολλούς από τους διαλόγους και τις περιγραφές στο έργο του ΜακΚάρθι λειτουργεί πάντα αντιστικτικά στην ακραία κυριολεξία του ωμού βίου, ίσως γιατί είναι ο μόνος τρόπος να μπορέσουν οι βασανισμένοι του ήρωες να μετατοπιστούν από την αγριότητα που αντιμετωπίζουν καθημερινά: απέραντα τοπία, ερημικές κοιλάδες από όπου περνούν πτώματα σε καρότσες και ξεκοιλιασμένα ζώα, μάχες χωρίς όρια και το αίμα να κυλάει άφθονο, όπως στις πιο πειστικές περιγραφές των δραμάτων του Σαίξπηρ. Όχι τυχαία, καθώς ο Βρετανός τροβαδούρος στοίχειωνε πάντα τις περιγραφές του σπουδαίου Αμερικανού, απόδειξη ότι, σε μια ένδειξη πρωτόγνωρης τόλμης, μετέτρεψε τον πρωταγωνιστή του «Επιβάτη» του σε έναν ιδιόμορφο, σύγχρονο Άμλετ. Δεν τον αποκαλούν, εδώ, όλοι τυχαία «Ιππότη», αφού γνωρίζουν ότι οι πεσιμιστικές, παρανοϊκές του περιγραφές είναι βγαλμένες από τα ξέφτια ενός κόσμου που ο ίδιος θεωρεί ότι έχει ως κύριο υλικό τη θλίψη «από όπου είναι φτιαγμένη η ζωή». Τι πιο σαιξπηρικό από αυτό;

Facebook Twitter
 O Cormac McCarthy φοιτητής το 1959.

 

Ίσως γι’ αυτό ο ίδιος ο ΜακΚάρθι, σε μια τέτοια στιγμή σαιξπηρικής τρέλας, επέλεξε το όνομα Κόρμακ αντί για το βαφτιστικό του Τσαρλς επειδή, όπως μαρτυρά η επίσημη ιστοσελίδα που είναι αφιερωμένη στο έργο του, ήθελε το όνομά του να παραπέμπει σε έναν Ιρλανδό βασιλιά για να θυμίζει ποιοι είναι οι πρόγονοι και η μακρινή καταγωγή του. Οι σαιξπηρικές εμμονές τον έκαναν επίσης να παραδέχεται σε ένα από τα πιο όμορφα αποσπάσματά του πως «ξενιστής και θλίψη καταστρέφονται μαζί αδιακρίτως, και τελικά το τρισάθλιο πηχτό υλικό που απομένει φτυαρίζεται μέσα στο χώμα και η βροχή ετοιμάζει τις πέτρες για νέες τραγωδίες», φράσεις που παραπέμπουν άμεσα στις καλύτερες στιγμές των δραμάτων του σπουδαίου τροβαδούρου. Γι’ αυτό, άλλωστε, ήταν ένας από τους ελάχιστους Αμερικανούς συγγραφείς που επέλεξε ο μέγας μελετητής και εραστής του Σαίξπηρ, Χάρολντ Μπλουμ, για το λογοτεχνικό του βασίλειο, λέγοντας πως ο «Ματωμένος Μεσημβρινός» είναι το καλύτερο βιβλίο μετά το «Καθώς ψυχορραγώ» του Oυίλλιαμ Φώκνερ.

Είναι το βιβλίο που οραματίστηκε ο ΜακΚάρθι σαν αλλόκοτος προφήτης, στην άκρη της άγριας Δύσης όπου μεγάλωσε, μιλώντας για τις τραγικές ιστορίες στα σύνορα Τέξας – Μεξικού στα μέσα του 19ου αιώνα, για τους κυνηγούς κεφαλών που περιφέρουν τα σκαλπ των Ινδιάνων σαν βραβεία ενός κόσμου που τελειώνει ή για τους ανάλγητους ανθρώπους που έχουν μάθει να βλέπουν απαθείς να κρέμονται νεκρά μωρά από τα δέντρα – σαν το «Strange Fruit» που τραγουδούσε με τη δική της βραχνή, υποβλητική δύναμη η Μπίλι Χόλιντεϊ. Στον Κόρμακ ΜακΚάρθι άρεσε να οραματίζεται τέτοιες σκηνές, μακριά από οτιδήποτε μπορούσε κανείς να θεωρήσει ως απτό, καθημερινό και σίγουρο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο αλμπίνο δικαστής του «Ματωμένου Μεσημβρινού» συνομιλεί άμεσα με τον τρελό μονοπόδαρο καπετάνιο Αχάμπ στο «Μόμπι Ντικ», φτιαγμένος να κυνηγάει και αυτός μια αντίστοιχη μεταφυσική, υπέρτατη αλήθεια. Άλλωστε η λέξη «mundane» –κάτι που αντιστοιχεί στο προβλέψιμο, καθημερινό, πεζό και τετριμμένο– ήταν εντελώς άγνωστη στον ΜακΚάρθι, όπως και οτιδήποτε δεν είχε να κάνει με το ζην επικινδύνως και τα μεγάλα ερωτήματα.

«Ήξερα από νωρίς ότι δεν θα γίνω ποτέ καθημερινός άνθρωπος και σεβαστός πολίτης» είχε δηλώσει σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του στο περιοδικό των «Times». Παραδεχόταν ότι μισούσε οτιδήποτε του θύμιζε σχολείο, αν και κατάλαβε νωρίς ότι τα κείμενα είναι το μέλλον του, όταν στο Πανεπιστήμιο του Τενεσί κάποιος καθηγητής τού ζήτησε να επιλέξει τα καλύτερα δοκίμια για μια μελέτη του 18ου αιώνα. Αναζητώντας παλιά κείμενα και σπάνια αρχεία, άρχισε να συλλαμβάνει διάφορες ιδέες για μελλοντικά μυθιστορήματα και έχοντας τη μυρωδιά από τον καπνό του Φώκνερ και τις δικές του περιγραφές από τα αδιέξοδα του Νότου, δοσμένα μέσα από μια άκρως μοντέρνα γλώσσα, συνειδητοποίησε ότι αυτό που θέλει πραγματικά είναι να γίνει συγγραφέας. Ίσως γι’ αυτό τα πρώτα του έργα, τόσο το «The Orchard Keeper» όσο και το «Outer Dark», θα θεωρηθούν φωκνερικής επιρροής μυθιστορήματα. Η αιώνια κόντρα πάντως για το πρώιμο και το όψιμο έργο του ΜακΚάρθι και τις πιθανές επιρροές του κρατάει μέχρι σήμερα.

Facebook Twitter
 Φωτογραφία που τραβήχτηκε στην Ουαλία περίπου το 1966 πριν ο Cormac McCarthy και η Anne DeLisle παντρευτούν. Οι μαϊμούδες που κρατούν ήταν μέρος ενός νούμερου στην παράσταση όπου εργαζόταν τότε η Anne.

Είναι η εποχή, εκεί σε όλη δεκαετία του ’60 αλλά και του ’70, που ο ίδιος θα αναζητήσει τις ρίζες του και τις αρχές μιας προσωπικής και συμβολικής καταγωγής, ταξιδεύοντας μεταξύ Αμερικής και Ευρώπης –κυρίως Ιρλανδίας αλλά και Ισπανίας και Ελβετίας– με υποτροφίες του Ιδρύματος Ροκφέλερ και αλλάζοντας συζύγους: αφού χωρίσει την πρώτη του γυναίκα και συμφοιτήτριά του, Λι ΜακΚάρθι, έναν μόλις χρόνο αργότερα, το 1962, έχοντας αποκτήσει μαζί της έναν γιο, τον Κάλεν, θα σχετιστεί με κάποια άλλη, ενώ στα ταξίδια του θα γνωρίσει την επόμενη σύζυγό του, μια Αγγλίδα τραγουδίστρια και χορεύτρια, την Αν ΝτεΛίλ, με την οποία θα μείνει μέχρι το 1981.

Κάθε λέξη, όμως, και κάθε φράση στα βιβλία του, ακόμα και όταν μιλάει για μαζικούς φόνους και νεκροφιλία, όπως στο λιγότερο γνωστό «Ο υιός του Θεού», είναι βγαλμένες από δικές του, προσωπικές διαπιστώσεις. Όταν, μάλιστα, κάποιοι του είπαν ότι ειδικά σε αυτό το μυθιστόρημα το παρακάνει με τη διεστραμμένη εκδοχή του βίου, εκείνος είχε δώσει την απάντηση πως «όσοι νομίζουν ότι θα μπορούσαν να ζήσουν μια αρμονική ζωή είναι οι πρώτοι που θα εκχωρήσουν την ψυχή τους και την ελευθερία τους. Είναι πολύ επικίνδυνο να νομίζεις ότι μπορείς να ζήσεις έναν ήσυχο βίο».

Facebook Twitter
 Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να δεχτεί να πουλήσει την κλασική Ολιβέτι του, στην οποία έγραψε τα περισσότερα βιβλία του, και την οποία είχε αγοράσει για 20 μόλις δολάρια, σε δημοπρασία, αποσπώντας 245.000 δολάρια!

 

Ο ίδιος είχε ζήσει στο πετσί του τη φτώχεια, τη βία και την απομόνωση, περίπου όπως οι μοναχικοί καουμπόηδες και αναχωρητές που περιγράφει στα βιβλία του. «Ζούσαμε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας», έλεγε σε μια συνέντευξή της η δεύτερη γυναίκα του. «Κάναμε μπάνιο στη λίμνη και κοιμόμασταν σε τροχόσπιτο. Κάποια στιγμή ένα πανεπιστήμιο του προσέφερε 2.000 δολάρια για μία μόνο διάλεξη, για να πει δυο λόγια για τα βιβλία του, και εκείνος αρνήθηκε. Είπε, απλώς, πως όλες οι απαντήσεις υπάρχουν στα βιβλία του».

Ήταν ήδη αναγνωρίσιμος, παρά τις ελάχιστες εμφανίσεις του, είχε κάνει ένα πέρασμα από την εκπομπή της Όπρα Γουίνφρεϊ, είχε κερδίσει το Pulitzer με τον «Δρόμο» το 2006, ενώ τα βιβλία του είχαν πάψει προ πολλού να πουλάνε ελάχιστα, ειδικά από τότε που ο «Δρόμος» και το «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους» μεταφέρθηκαν με επιτυχία στον κινηματογράφο. Κανείς δεν ξεχνάει την ανατριχιαστική ακρίβεια με την οποία ο Μπαρδέμ μετέφερε στη μεγάλη οθόνη τον αδίστακτο ναρκέμπορο εκτελεστή και πάλι κοντά στα σύνορα – αγαπημένος αιματοβαμμένος τόπος για τον ΜακΚάρθι. Η μεταφορά, όμως, που δεν ξεχνιέται με τίποτα είναι του «Δρόμου», αυτή η κατάβαση στο σκοτάδι της ίδιας της ανθρωπότητας και αυτό το ταξίδι πατέρα και γιου που φέρνει στο νου σκηνές από το αντίστοιχο ταξίδι του Δάντη στη δική του Κόλαση.

Όσο για την παρουσία του παιδιού, που θα δούμε να υπάρχει με το όνομα «Το Παιδί» και σε άλλα βιβλία του, δεν είναι παρά άμεση παραπομπή στον αδικοχαμένο γιο του Μακάρθι, Τζον, μια απώλεια που ο ίδιος φαίνεται να μην ξεπέρασε ποτέ στη ζωή του, η οποία υπήρξε μια διαρκής αναμέτρηση με την τρέλα, τη μοναξιά και τη μελαγχολία, ένα τρίπτυχο όχι άγνωστο σε έναν αναχωρητή και σολιψιστή της δικής του κλάσης. «Δείτε το παιδί. Είναι χλωμό κι αδύνατο, φοράει ένα ψιλό και κουρελιασμένο λευκό πουκάμισο. Συνδαυλίζει τη θράκα της κουζίνας. Έξω κείτονται σκοτεινά σκαμμένα χωράφια με κουρέλια χιονιού και σκοτεινότερα δάση στο βάθος που τα λυμαίνονται κάτι λύκοι που έχουν απομείνει. Το σόι του είναι γνωστό για τους πελεκητές και τους ανιχνευτές νερού, μα στην πραγματικότητα ο πατέρας του έχει κάνει δάσκαλος. Κείτεται μες στο πιοτί, μνημονεύει στίχους ποιητών που τα ονόματά τους έχουν πια χαθεί. Το αγόρι λουφάζει πλάι στη φωτιά και τον παρατηρεί» γράφει, επίσης, σε ένα άλλο βιβλίο, στον εκπληκτικό «Ματωμένο Μεσημβρινό» (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ) και ο νους αυτομάτως πηγαίνει στη δική του φασματική παρουσία και την αντίστοιχη του γιου του.

Είναι ο γιος του που επανέρχεται με τη μορφή νεκρού κοριτσιού αυτήν τη φορά στο «Stella Maris» (μτφρ. Γιώργος Κυριαζής), για να εμφανιστεί μπροστά του σε μια ιδιαίτερη εκδοχή που θέλει τους νεκρούς να μην πεθαίνουν ακριβώς γιατί ζουν για πάντα στην απέθαντη σκέψη – η μόνη που δείχνει να έχει αξία στο μυαλό του Αμερικανού μυθιστοριογράφου, ο οποίος μπορεί να μην πήρε τελικά το Νόμπελ αλλά θεωρείται πλέον κορυφαίος.

Και όλοι ξέρουμε τι εννοούσε όταν έβαζε τον Μπόμπι, δηλαδή τον επιζώντα αδελφό της νεκρής αυτόχειρα να λέει, την ώρα που έσβηνε το ελάχιστο φως στο δωμάτιό του, πως ήξερε ότι «τη μέρα του θανάτου του θα έβλεπε το πρόσωπό της και θα ήλπιζε να πάρει εκείνη την ομορφιά μαζί του στο σκότος, ο τελευταίος παγανιστής στη γη, τραγουδώντας απαλά πάνω στο αχυρόστρωμά του σε μια γλώσσα άγνωστη». Είναι προφανές ότι ήταν η δική του, η αιώνια ομορφιά και γλώσσα του Κόρμακ ΜακΚάρθι.

Πηγή: lifo.gr