Οι ρύποι πέφτουν, το θερμόμετρο ανεβαίνει

Tα τελευταία χρόνια επιστημονικές έρευνες έχουν δείξει πως η περιοχή της Μεσογείου θερμαίνεται σημαντικά ταχύτερα από τον υπόλοιπο πλανήτη, έως και 1,5 φορά γρηγορότερα! Δεν έχει απαντηθεί όμως το ερώτημα γιατί συμβαίνει αυτό. Η έρευνα μιας διεθνούς επιστημονικής ομάδας με ελληνική συμμετοχή, που δημοσιεύθηκε στα τέλη Ιουλίου στο Nature, επιχειρεί να φωτίσει αυτό το «μυστήριο» και καταλήγει σε ένα πρωτότυπο και εν πολλοίς αναπάντεχο συμπέρασμα. Βασική αιτία για την ταχύτερη θέρμανση της περιοχής της Μεσογείου τις τελευταίες δεκαετίες είναι… η απορρύπανση, και πιο συγκεκριμένα η δραστική μείωση των συγκεντρώσεων σωματιδίων θείου στην ατμόσφαιρα! Πώς έγινε αυτή η κλιματική καραμπόλα;

«Στη λεκάνη της Μεσογείου, η θέρμανση έχει επιταχυνθεί τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, υπερβαίνοντας τον παγκόσμιο μέσο όρο, με το ανατολικό τμήμα να έχει πιο εντυπωσιακό ρυθμό», αναφέρουν οι συντάκτες του άρθρου (Drivers of accelerated warming in Mediterranean climate-type regions), σημειώνοντας πως την περίοδο 1981-2020 η θερμοκρασία στη Μεσόγειο ανεβαίνει με ρυθμό άνω του 0,4° C ανά δεκαετία, έναντι 0,28° C ανά δεκαετία που είναι ο παγκόσμιος μέσος όρος. «Μέχρι το 1980 η Μεσόγειος ακολουθούσε τη διεθνή τάση για αύξηση της θερμοκρασίας περίπου 0,11° C ανά δεκαετία», αλλά από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 η περιφερειακή θέρμανση έχει επιταχυνθεί, αναφέρεται. Τι άλλαξε;

«Για να κατανοήσουμε καλύτερα το φαινόμενο, να σημειώσουμε πως υπάρχουν δύο βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν το κλίμα: Τα θερμοκηπικά αέρια που θερμαίνουν και τα αιωρούμενα σωματίδια που ψύχουν, αντανακλώντας μέρος της ηλιακής ακτινοβολίας. Για παράδειγμα, το 1991 η έκρηξη του ηφαιστείου Πινατούμπο στις Φιλιππίνες και ο διασκορπισμός ιπτάμενης τέφρας, σε μεγάλο βαθμό από ενώσεις θείου, οδήγησαν σε μείωση της θερμοκρασίας της Γης κατά ένα βαθμό Κελσίου περίπου», λέει στην «Κ» ο Νίκος Μιχαλόπουλος, διευθυντής του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και μέλος της ερευνητικής ομάδας στην οποία συμμετέχουν το Αστεροσκοπείο Αθηνών και το Πολυτεχνείο Κρήτης, το Ινστιτούτο Max Planck και το Πανεπιστήμιο του Μπρέμεν από τη Γερμανία, το Ερευνητικό Κέντρο για το Κλίμα και την Ατμόσφαιρα από την Κύπρο και το Πανεπιστήμιο KAUST από τη Σαουδική Αραβία.

Η ερευνητική ομάδα μελέτησε τις εξελίξεις στο κλίμα της Μεσογείου σε συνάρτηση με άλλες περιοχές του πλανήτη, που έχουν τον ίδιο τύπο κλίματος, όπως η Καλιφόρνια, η Νότια Αφρική, περιοχές της Νότιας Αμερικής (κεντρική Χιλή) και η Νότια Αυστραλία. «Η λεκάνη της Μεσογείου παρουσίαζε αυξημένο ρυθμό θέρμανσης και σε σχέση με τις περιοχές με τον ίδιο τύπο κλίματος. Μελετήσαμε την επίδραση μιας σειράς παραγόντων και βρήκαμε πως αυτό που έκανε τη διαφορά στη Μεσόγειο ήταν η μεγάλη μείωση των συγκεντρώσεων θείου τις τελευταίες δεκαετίες», εξηγεί στην «Κ» ο κ. Μιχαλόπουλος. «Στην περιοχή μας είχαμε πολύ υψηλά επίπεδα θειικών αιωρούμενων σωματιδίων, που παράγονταν από την καύση ορυκτών καυσίμων, καθώς το πετρέλαιο και ειδικά το μαζούτ έχει υψηλή περιεκτικότητα σε θείο. Οι ενώσεις του θείου αποτελούν το 30% περίπου των μικροσκοπικών σωματιδίων της ατμόσφαιρας. Ταυτόχρονα τα σωματίδια θείου έχουν μεγάλη δυνατότητα σκέδασης του ηλιακού φωτός, το ανακλούν δηλαδή, ενώ είναι και υδροσκοπικά, έχουν την τάση να συγκεντρώνουν υδρατμούς. Η σκόνη, για παράδειγμα, δεν έχει παρόμοιες ιδιότητες», σημειώνει ο διευθυντής του ΙΕΠΒΑ. Πέρα από τη δική της παραγωγή, η περιοχή της Μεσογείου συγκέντρωνε μεγάλες ποσότητες θειικών σωματιδίων από τη βιομηχανία της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης και λόγω των βόρειων ανέμων.

0,4° C κάθε δεκαετία ανέβηκε η θερμοκρασία στη Μεσόγειο την περίοδο 1981-2020. 0,28° C ανά δεκαετία είναι ο παγκόσμιος μέσος όρος στην ξηρά. Εως 400% έχουν μειωθεί τα αιωρούμενα σωματίδια του θείου τις τελευταίες δεκαετίες. Από 10 μg/m3 τη δεκαετία του 1990 στα 2-2,5 μg/m3 στις μέρες μας στην Αθήνα.

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 κι ακόμα περισσότερο τη δεκαετία του ’90, μετά και τα φαινόμενα της όξινης βροχής και την κατανόηση των βαριών συνεπειών στη δημόσια υγεία από το νέφος των πόλεων και ειδικά από τις ενώσεις θείου, ξεκίνησε μια πορεία μείωσης της περιεκτικότητας των καυσίμων σε θείο. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ήρθε να προστεθεί το κλείσιμο μεγάλου μέρους της βαριάς βιομηχανίας και ειδικά των ρυπογόνων μονάδων παραγωγής ενέργειας σε Βουλγαρία και Ρουμανία και στην πορεία η γενικότερη τάση αποβιομηχανοποίησης στην ευρύτερη περιοχή.

«Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν τα επίπεδα των θειικών να μειωθούν εντυπωσιακά στη λεκάνη της Μεσογείου, έως και τρεις-τέσσερις φορές. Κατά συνέπεια η δυνατότητα των αιωρούμενων σωματιδίων να ανακλούν την ηλιακή ακτινοβολία και να ψύχουν μειώθηκε σημαντικά. Τη δεκαετία του ’80 είχαμε φτάσει σε συγκεντρώσεις σωματιδίων θείου έως και 15-20 μg/m3. Στην Ελλάδα, ακόμα και τη δεκαετία του ’90 βρίσκαμε συγκεντρώσεις 10 μg/m3. Σήμερα κινούνται στα 2-2,5 μg/m3. Ακόμα και στο Κάιρο, με τα έντονα προβλήματα ατμοσφαιρικής ρύπανσης, μετρήσαμε 3 μg/m3», σημειώνει ο κ. Μιχαλόπουλος. Ο σταθμός στη Φινοκαλιά στην Κρήτη, που θεωρείται σταθμός υποβάθρου περιβάλλοντος για την ευρύτερη Νοτιοανατολική Μεσόγειο καθώς δεν είναι κοντά σε πόλη, κατέγραψε σαφή τάση μείωσης των θειικών περίπου -1,2 μg/m3 ανά δεκαετία. Αντίστοιχα, προαστιακός σταθμός της Αθήνας κατέγραψε πτώση 1,7 μg/m3 ανά δεκαετία την περίοδο 1980-2008.

Γιατί δεν έπαιξε το θείο τον ίδιο ρόλο και στις άλλες περιοχές με παρόμοιο κλίμα; «Αυτές οι χώρες είχαν πάρει μέτρα περιορισμού του θείου πολύ νωρίτερα. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ είχαν συγκεντρώσεις θείου 4-5 μg/m3 από τη δεκαετία του ’80», απαντά ο κ. Μιχαλόπουλος.

Παρά τις παράπλευρες κλιματικές συνέπειες η μείωση της περιεκτικότητας των καυσίμων σε θείο, όπως και τα υπόλοιπα μέτρα καταπολέμησης της ρύπανσης, ήταν όχι μόνο απαραίτητα, αλλά έπρεπε να είναι και πιο έγκαιρα και πιο τολμηρά. Η πορεία θα είναι προς τα εκεί, έστω και με χρονοκαθυστέρηση. Στα καύσιμα της ναυτιλίας μειώθηκε το 2020 η περιεκτικότητα σε θείο κατά 20% και υπάρχει σχέδιο για 0,1% τα επόμενα χρόνια. Αρα, πού βρίσκεται η διέξοδος;

«Τα θερμοκηπικά αέρια, που συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή, έχουν χρόνο ζωής δεκάδες χρόνια, ενώ τα αερολύματα μια εβδομάδα. Αρα, όλες οι στρατηγικές μείωσης αερολυμάτων για λόγους υγείας (καθώς θρηνούμε εφτά εκατομμύρια πρόωρους θανάτους ανά έτος) έχουν άμεσο αποτέλεσμα στα επίπεδά τους, ενώ των θερμοκηπικών αερίων μακροπρόθεσμο. Την ίδια στιγμή, εάν συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε “βελτιωμένα” ορυκτά καύσιμα, θα έχουμε περαιτέρω αύξηση της θερμοκρασίας, επειδή θα μειώνουμε τα αιωρούμενα σωματίδια ενώ θα συνεχίζουμε να αυξάνουμε τα θερμοκηπικά αέρια. Η λύση είναι η απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και για λόγους υγείας (αερολύματα) και κλίματος (θερμοκηπικά αέρια)», σχολιάζει ο κ. Μιχαλόπουλος.

Οι αριθμοί
0,4°C κάθε δεκαετία ανέβηκε η θερμοκρασία στη Μεσόγειο την περίοδο 1981-2020. 0,28° C ανά δεκαετία είναι ο παγκόσμιος μέσος όρος στην ξηρά.

Εως 400% έχουν μειωθεί τα αιωρούμενα σωματίδια του θείου τις τελευταίες δεκαετίες. Από 10 μg/m3 τη δεκαετία του 1990 στα 2-2,5 μg/m3 στις μέρες μας στην Αθήνα.

Πηγή: kathimerini.gr