Τι θα έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης στον …Μπέο

Για την αντιγραφή: Απόστολος Παντσάς

Δύο ήταν τα στοιχεία που μου έκαναν εντύπωση από την χθεσινή εκδήλωση του απερχόμενου δημάρχου. Οι πραγματικά λίγοι πολίτες που απλώθηκαν ανάμεσα σε καθίσματα, μηχανήματα, εξέδρες, σε ναι και όχι 100-150 τετραγωνικά μέτρα και αποτέλεσαν το ακροατήριο. Για μένα ήταν μια πραγματικά ευχάριστη έκπληξη, ένα σημάδι αφύπνισης, δυσαρέσκειας και αποστασιοποίησης εξαιρετικά κραυγαλέο. Φυσικά ήταν οι υποψήφιοι, οι συγγενείς τους, οι υπάλληλοι του δήμου, κάποιοι οπαδοί οπωσδήποτε ναι, αλλά πέραν τούτων ελάχιστοι. Λαός, λαός με την έννοια του πολιτικού ακροατηρίου στην πραγματικότητα δεν υπήρχε. Τον βαρυσήμαντο λόγο του πολυχρονεμένου ηγέτη της πόλης τον άκουσαν ελάχιστοι. Μεταξύ αυτών και εγώ από το ..You tube φυσικά! Αν εξαιρέσει κανείς την …εισαγωγική πιρουέτα που μάλλον θα τον έκανε να χάσει το μπούσουλα στις πρώτες στιγμές, η συνέχεια της ομιλίας του ήταν αναμενόμενα γεμάτη από πανικό, ανασφάλεια, ύβρεις και λάσπη. Δεν έκανε πολιτικό απολογισμό, παρά μόνο παρενθετικά με μια δυο σκόρπιες φράσεις.  Δεν έκανε καμιά νύξη για την επόμενη μέρα της πόλης, τα χρέη της, τα σχολεία, τον πολιτισμό, την κοινωνική παρέμβαση, την αποκατάσταση της ρημαγμένης πόλης, παρά μόνον για γιορτές και ξενοδοχεία, αλλά και πάλι για λίγο.

Με την κεντρική του ομιλία επιδόθηκε στο αγαπημένο του σπορ που είναι η δολοφονία και ο κανιβαλισμός του πολιτικού του αντιπάλου. Στα ¾ του χρόνου μιλούσε για τον «δαίμονα» της απέναντι όχθης προσπαθώντας να αποδομήσει κατάρτιση, ήθος και πολιτικές προθέσεις. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ο μέγας ψυχαναλυτής για να αντιληφθεί ότι αυτή η πρεμούρα εκπορεύεται από το άγχος, την αγωνία και τον πανικό που του γεννούν οι εκλογές. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ψυχίατρος για να καταλάβει ότι εκεί πάνω στο podium, μπροστά σε ένα φτωχό και γνωστό στην πράξη ακροατήριο, ο απερχόμενος δήμαρχος δεν καλούσε τους πολίτες να τον ψηφίσουν γιατί είναι τόσο καλός, αλλά ζητούσε από τους πολίτες να μην ψηφίσουν τον απέναντι γιατί είναι «τόσο, μα τόσο κακός». Πρακτικά έλεγε τον πόνο του, διατυμπάνιζε τον φόβο του! Και αυτό γιατί ξέρει ότι δεν έχει κανένα μα κανένα ποιοτικό στοιχείο που θα μπορούσε να τον κάνει στα μάτια κάποιων έστω, καλύτερο. Συνεπώς, έπρεπε να αναλωθεί στην προσπάθεια να αποδείξει ότι όλοι οι άλλοι είναι χειρότεροι!

Αν ζούσε σήμερα ο Γιώργος Σεφέρης και άκουγε μια τέτοια ομιλία, σίγουρα θα του αφιέρωνε αυτό που έγραψε στο Αύγουστο του 1936, στην Αίγινα, στην οικία Φλώρου:

Όσο προχωρεί ο καιρός και τα γεγονότα, ζω ολοένα με το εντονώτερο συναίσθημα πως δεν είμαστε στην Ελλάδα, πως αυτό το κατασκεύασμα που τόσο σπουδαίοι και ποικίλοι απεικονίζουν καθημερινά δεν είναι ο τόπος μας αλλά ένας εφιάλτης με ελάχιστα φωτεινά διαλείμματα, γεμάτα μια πολύ βαριά νοσταλγία. Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό. Ωστόσο νομίζω πως αυτό το συναίσθημα, συνειδητό ή όχι — αδιάφορο, χαραχτηρίζει όσους από τους ανθρώπους μας των εκατό τόσων τελευταίων χρόνων αξίζει να τους λογαριάσει κανείς. Οι μεγάλοι κολυμπητάδες, που αγωνίστηκαν, όσο κρατούσαν τα μπράτσα τους, να φτάσουν και να ιδούνε από πιο κοντά αυτό το σκληρό νησί του Αιόλου, την άλλη Ελλάδα.

[πηγή: Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Γ΄. 16 Απρίλη 1934 – 14 Δεκέμβρη 1940, Ίκαρος, Αθήνα 1984, σ. 33]

Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό, θα του έγραφε ο Σεφέρης, γιατί θα διάβαζε τις πραγματικές ανάγκες στα μάτια των καθημερινών ανθρώπων. Γιατί ο Μπέος ποτέ δεν θα γίνει ένας από τους μεγάλους κολυμπητάδες με τα δυνατά μπράτσα που πάλεψαν στο παρελθόν και θα παλέψουν στο μέλλον να φτάσουν και να δούνε από κοντά αυτό το σκληρό νησί του Αιόλου που εν προκειμένω είναι ένας πολιτισμένος, ανθρώπινος, συμπονετικός Βόλος.

Η χθεσινή του ομιλία απέδειξε για μια ακόμη φορά πως όποιος τον επιλέξει στην κάλπη την Κυριακή συνεισφέρει τα μέγιστα στο να γίνει η ζωή του σε τούτη την πόλη «ένας εφιάλτης με ελάχιστα φωτεινά διαλείμματα, γεμάτα μια πολύ βαριά νοσταλγία».