“Γιατί Λιγνάδης και Φιλιππίδης δεν πήγαν φυλακή αν και καταδικάστηκαν;”. Ο Ευτύχης Φυτράκης εξηγεί

Ο γνωστός ποινικολόγος εξηγεί με απλά λόγια στο νέο του βιβλίο “SEX-ΝΟΜΟΣ-ΕΓΚΛΗΜΑ” όλα αυτά που πρέπει να ξέρουμε γύρω απ’ τα σεξουαλικά εγκλήματα και την ελληνική νοοθεσία.

Ένα βιβλίο που χρειαζόταν, ειδικά σήμερα, ειδικά αυτήν την εποχή, το “SEX-NOMOΣ-ΕΓΚΛΗΜΑ” του ποινικολόγου Ευτύχη Φυτράκη από τις εκδόσεις Τόπος, εξηγεί με απλά λόγια αυτά που όλοι θέλουμε να γνωρίζουμε για τα σεξουαλικά εγκλήματα αλλά δεν ξέρουμε ποιον να ρωτήσουμε για να μας τα εξηγήσει. Και που καμια φορά, ακόμα και αν ξέρουμε κάποιον, δεν θα καταλάβουμε, θα χαθούμε μέσα στους νομικούς όρους και η ζημιά που θα γίνει θα είναι χειρότερη και απ’ το να είχαμε απλά στηρίξει όλες μας τις ελπίδες στο Google.

Από όλα αυτά μας γλιτώνει εδώ ο Ευτύχης Φυτράκης. Μας παίρνει απ’ το χέρι και με τις 176 ερωταπαντήσεις που έχει μέσα στο βιβλίο του γύρω από το ‘Σεξουαλικό Ποινικό Δίκαιο’, όπως αυτό ισχύει στη χώρα μας, μας εξηγεί και μας γλιτώνει από τόνους παραπληροφόρησης.

Το βιβλίο του χωρίζεται σε τρία μέρη: “Σεξουαλικό ‘έγκλημα & τιμωρία’”, “Τα σεξουαλικά εγκλήματα ‘ένα προς ένα’”, και “Πώς εφαρμόζεται ο νόμος;”. Ενδεικτικές θεματικές που καλύπτει είναι τα σεξουαλικά εγκλήματα και σεξουαλικοί δράστες, τι τιμωρείται και τι όχι στην Ελλάδα, ποιες είναι οι ποινές για τα σεξουαλικά εγκλήματα, αλλά και τι θεωρείται βιασμός, σεξουαλική παρενόχληση, παιδική κακοποίηση κλπ.

Εμείς μιλήσαμε μαζί του με αφορμή το βιβλίο του και είδαμε από πρώτο χέρι ότι τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα από όσο νομίζαμε, ότι κάποιοι μύθοι που καλά κρατούν μπορούν να καταριφθούν σε δευτερόλεπτα, αρκεί κάποιος να σταθεί απέναντί τους με απλό και εύληπτο τρόπο, με βάση τη νομοθεσία, τη νομολογία και την ποινική επιστήμη.

Υπάρχουν κάποιοι μύθοι, κάποιες κοινές πεποιθήσεις που όμως δεν ισχύουν παρότι ο μέσος άνθρωπος τις πιστεύει; Αν ναι, θα μπορούσατε να μας αναφερετε μία ή περισσότερες; Και αν προσπαθήσατε στο βιβλίο σας να διαλύσετε αυτούς τους μύθους.
Γύρω από το σεξουαλικό έγκλημα έχουμε μια ολόκληρη μυθολογία: Θα διέκρινα ανάμεσα σε μύθους που αφορούν την νομοθεσία π.χ. ότι ο βιασμός με τον νέο Ποινικό Κώδικα του 2019 έγινε πλημμέλημα (αλήθεια: δεν έγινε ποτέ), μύθους που αφορούν την εγκληματικότητα π.χ. ότι είναι πολύ μεγάλη (κάτω από το 5% των εγκλημάτων) ή ότι είναι σε έξαρση (οι στατιστικές δεν το επιβεβαιώνουν), και, τέλος, μύθους που αφορούν τους δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων π.χ. ότι είναι άρρωστοι (αλήθεια: ελάχιστοι έχουν ψυχοπαθολογία), ότι είναι υπότροποι (αλήθεια: δεν υποτροπιάζουν περισσότερο από τους άλλους εγκληματίες) και ότι έχουν ιδιαίτερο προφίλ π.χ. ξένου, ψυχασθενούς, βίαιου (αλήθεια: είναι, κατά κανόνα, εντελώς συνηθισμένοι τύποι που “δεν είχαν δώσει ποτέ δικαίωμα”…).

Στο βιβλίο μου προσπάθησα να δώσω, με απλή γλώσσα, την πραγματική εικόνα του σεξουαλικού εγκλήματος, του σεξουαλικού δράστη και, κυρίως, του νόμου που ισχύει γύρω απ’ αυτές τις αξιόποινες πράξεις.

 

 

Αυτή τώρα μοιάζει με την προηγούμενη ερώτηση αλλά υπάρχει κάποια παρανόηση που να συναντάτε πιο συχνά στα σοσιαλ μίντια, κυρίως εκεί όμως, μας ενδιαφέρουν αυτά. Κατι που να βλέπετε ξανά και ξανά να το ποστάρουν και να θέλετε να φωνάξετε σε αγνώστους “παιδιά, αυτό δεν ισχύει. Σταματήστε το”.
Θα σας πως ένα μόνιμο αφήγημα και ένα πρόσφατο. Το παραδοσιακό είναι ότι η ποινική νομοθεσία είναι επιεικής, ενώ συμβαίνει το αντίθετο. Το πρόσφατο είναι ότι η διευκόλυνση της εκπόρνευσης ανηλίκων είναι κάτι λιγότερο από τη μαστροπεία ενώ η αλήθεια είναι ότι συνιστά τρόπο τέλεσης της μαστροπείας και τιμωρείται με την ίδια ακριβώς ποινή.

Βλέπω το περιεχόμενο του βιβλίου σας και έχετε κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες απαντήσεις σε πολύ κοινά ερωτήματα. Δεν θα ήθελα να πούμε εδώ όλο το βιβλίο αλλά θα ήθελα να σταθούμε έστω σε τέσσερα απ’ αυτά τα “ερώτηση-απάντηση” που καταθέτετε, για να καταλάβουν κιόλας και οι μελλοντικοί αναγνώστες πώς είναι δομημένο το βιβλίο: 

1.Ένας ανήλικος μπορεί να συναινέσει; Μήπως πρέπει να μιλάμε πάντα για “βιασμό”;
Το ζήτημα αυτό ετέθη πρόσφατα στη δημόσια συζήτηση με εσφαλμένο τρόπο. Ας το δούμε:

Αν ο ανήλικος εκφράσει “συναίνεση” αυτή είναι ελαττωματική, λόγω της ηλικίας του. Όμως, εδώ χρειάζονται κάποιες διευκρινίσεις: Αφενός στα εγκλήματα κατά ανηλίκων (π.χ. μαστροπεία, αποπλάνηση, γενετήσια πράξη έναντι αμοιβής, κατάχρηση ανηλίκου) η συναίνεση (δηλ. η σύμφωνη γνώμη, αυτόβουλη συμμετοχή) του ανηλίκου δεν έχει καμία σημασία για το αξιόποινο του δράστη. Μάλιστα η νομολογία των δικαστηρίων λέει ότι ακόμα και η “πρωτοβουλία” του ανηλίκου δεν “σώζει” τον δράστη από την ευθύνη του.

Από την άλλη πλευρά, ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει τον βιασμό, όχι ως έγκλημα έλλειψης συναίνεσης, αλλά ως έγκλημα εξαναγκασμού (με βία ή απειλή) του θύματος, ανεξαρτήτως αν είναι ενήλικο ή ανήλικο. Το γνωστό σύνθημα “χωρίς συναίνεση είναι βιασμός” δεν ισχύει στο ελληνικό ποινικό δίκαιο, εκτός από την ειδική περίπτωση της “γενετήσιας πράξης χωρίς συναίνεση”.

Η τελευταία περίπτωση, αν και ισχύει από το 2019, έχει -εξ όσων γνωρίζω- εφαρμοστεί μία μόνο φορά (από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου). Συνεπώς, κάθε μια σεξουαλική πράξη με ανήλικο μπορεί να είναι αξιόποινη, αλλά δε σημαίνει ότι είναι πάντα βιασμός.

2. Πρέπει το θύμα του βιασμού να αποδείξει ότι αντιστάθηκε;
Όχι, είναι η απάντηση, και μάλιστα αυτό αποτελεί πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου. Αυτό που χρειάζεται είναι να διατυπώθηκε αντίθετη βούληση του θύματος (να είπε ή να έδειξε ότι “δεν θέλει”). Ξεκάθαρα τα δικαστήρια μας δέχονται ότι μπορεί το θύμα να αιφνιδιάστηκε, να τρόμαξε ή να θεώρησε ότι οποιαδήποτε αντίσταση δεν θα είχε νόημα π.χ. γιατί ο δράστης ήταν εμφανώς ισχυρότερος.

Βέβαια, η ύπαρξη ιατροδικαστικών ευρημάτων στο θύμα (π.χ. τραύματα, γρατζουνιές, μώλωπες) μπορεί να συμβάλλουν στην απόδειξη είτε της άσκησης βίας είτε της σύνδεσης αυτών με συγκεκριμένο πρόσωπο-δράστη (π.χ. με εξέταση DNA).

3. Αν ο δράστης εξαπάτησε ή παραπλάνησε το θύμα, έχουμε βιασμό;
Στοιχείο του βιασμού στην Ελλάδα είναι ο εξαναγκασμός, με σωματική βία ή απειλή. Στις περιπτώσεις όμως εξαπάτησης ή παραπλάνησης ο δράστης δεν εξαναγκάζει το θύμα αλλά “υφαρπάζει” την συναίνεσή του, π.χ τάζοντάς του πράγματα ή υποδυόμενος ότι είναι άλλος ή ότι έχει ορισμένα χαρακτηριστικά (π.χ ότι είναι ανύπαντρος). Έτσι το θύμα “συναινεί” αλλά η βούλησή του δεν είναι γνήσια.

Για το θέμα αυτό υπάρχει πάντως μεγάλη διεθνής συζήτηση με κύριο ζήτημα την κρυφή αφαίρεση του προφυλακτικού (το γνωστό stealthing). Η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου αποφάνθηκε ότι εδώ δεν έχουμε βιασμό. Το Γερμανικό Ανώτατο Δικαστήριο, αντίθετα, αποφάσισε διαφορετικά, εφόσον η χρήση προφυλακτικού ήταν μέρος της συμφωνίας των ερωτικών συντρόφων. Εκεί όμως ο βιασμός δεν είναι έγκλημα εξαναγκασμού αλλά διατύπωσης αντίθετης γνώμης.

4. Γιατί ο Λιγνάδης και ο Φιλιππίδης δεν πήγαν φυλακή, αν και καταδικάστηκαν;
Γιατί άσκησαν έφεση και δόθηκε ανασταλτικό αποτέλεσμα μέχρι την “τελική” απόφαση. Μέχρι τότε, δηλ. μέχρι την τελική-αμετάκλητη απόφαση ισχύει το “τεκμήριο αθωότητας”, καθώς όλα μπορεί ν’ αλλάξουν.

Ας το εξηγήσουμε: Στην Ελλάδα, και σ’ όλο τον πολιτισμένο κόσμο, οι ποινικές δίκες δεν γίνονται “μια κι έξω”. Υπάρχει μια πρώτη-αρχική εκδίκαση, κατόπιν γίνεται δίκη σε δεύτερο βαθμό (Εφετείο) και, τέλος, υπάρχει ο αναιρετικός έλεγχος των αποφάσεων από το Ανώτατο Δικαστήριο (τον Άρειο Πάγο). Η ποινή, κανονικά, εκτίεται μόνο όταν έχουν τελειώσει όλα και είμαστε βέβαιοι ότι δεν μπορεί ν’ αλλάξει η καταδικαστική απόφαση. Υπάρχουν βέβαια ορισμένες εξαιρέσεις, όπου η απόφαση εκτελείται αμέσως.

Για τις ποινές τι λέτε; Ποιες πιστεύετε θα λειτουργούσαν; Όλοι ζητάνε πιο αυστηρές. Θα αρκούσε αυτό;
Το παραμύθι που πουλάει ο ποινικός λαϊκισμός έχει ως εξής: Το σεξουαλικό έγκλημα μας κατακλύζει, πώς θα προστατευτούμε, αφού οι ποινές που επιβάλλονται είναι ελαφριές, ας προβλέψουμε βαριές ποινές. Ακολουθεί ο εντυπωσιοθήρας νομοθέτης και αυξάνει τις ποινές. Οι ποινές που προβλέπονται πρέπει να είναι αποτρεπτικές, δίκαιες και ανάλογες με βάση το άδικο (της πράξης) και την ενοχή (του δράστη). Οι παραδειγματικές ή εξοντωτικές ποινές δεν αρμόζουν σ’ ένα φιλελεύθερο ποινικό δίκαιο. Περισσότερη ποινή δεν σημαίνει περισσότερη ασφάλεια, αφού το ύψος της ποινής δεν αποτρέπει τον δράστη από την τέλεση του εγκλήματος.

Παράλληλα, μεγαλύτερη σε διάρκεια παραμονή στη φυλακή δε σημαίνει σωφρονισμό αλλά δυσκολότερη επανένταξη, οπότε δεν “κερδίζουμε” κάποιο εγκληματοπροληπτικό αποτέλεσμα. Και στο τέλος ας μην ξεχνάμε ότι η αρχαία Ελλάδα δεν μας κληροδότησε μόνο τη νομοθεσία του Δράκοντα αλλά πιο πολύ τις αξίες της ηπιότητας και της επιείκειας. Σε γενικές γραμμές εκεί περίπου κινούνται και οι νομοθεσίες των Ευρωπαϊκών χωρών.

Πολύ συχνά επικρατεί μία αντίληψη ότι οι περισσότεροι “τη γλιτώνουν” με ελαφρύτερες ποινές, ότι “σύντομα θα βγουν” κλπ. Είναι κάτι που ίσως το έχετε δει από τον κόσμο, να πιστεύει ότι μένουν ατιμώρητοι. Τι πιστεύετε για αυτό; Έχει δίκιο να νιώθει ότι δεν λειτουργεί η δικαιοσύνη σε αυτόν τον τομέα;
Πολλές φορές η οργή για ένα σεξουαλικό έγκλημα είναι τόσο μεγάλη ώστε και η πιο βαριά ποινή να φαντάζει “χάδι”. Το τραύμα του θύματος πολλές φορές είναι παντοτινό. Όμως η Δικαιοσύνη λειτουργεί με βάση κανόνες, όχι συναισθήματα· είναι μια διαδικασία ορθολογική και όχι αντανακλαστική ή εκδικητική. Και επιπλέον δεν βάζει τον κατηγορούμενο στην “κλίνη του προκρούστη” αλλά βλέπει (ή πρέπει να βλέπει) τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά κάθε υπόθεσης και να βρίσκει τις κατάλληλες απαντήσεις.

Ο Δικαστής δεν λειτουργεί σαν αγανακτισμένος ή εξοργισμένος άνθρωπος αλλά σαν ψύχραιμος και αποστασιοποιημένος κριτής. Γι’ αυτό δεν τιμωρεί “στα τυφλά” αλλά βλέπει τα επιβαρυντικά και τα ελαφρυντικά στοιχεία σε κάθε περίπτωση.

Οι υπερβολές και οι ακρότητες μπορεί να υπακούουν σ’ ένα μιντιακό λαϊκό αίσθημα, δεν συνιστούν όμως Δικαιοσύνη αλλά πιο συχνά τηλεοπτικό “λιντσάρισμα”. Φυσικά, λάθη θα υπάρχουν, τόσο νομικά όσο και πραγματικά, όπως άλλωστε σε κάθε ανθρώπινο έργο. Γι’ αυτό η Δικαιοσύνη, όπως κάθε εξουσία, κρίνεται, τόσο από τους ειδικούς επιστήμονες όσο και από τους πολίτες.

Για εσάς υπάρχει κάποια υπόθεση από όλες αυτές των τελευταίων χρόνων που να σας εξέπληξε η ποινή που δόθηκε στον δράστη; Να είπατε “δεν είναι σωστό αυτό, με βάση τα στοιχεία και όσα ξέρουμε, θα έπρεπε να καταδικαστεί πχ τόσο”.
Θα απέφευγα να αναφερθώ σε συγκεκριμένη υπόθεση, για προφανείς λόγους. Δεν αρμόζει, νομίζω στην επιστήμη μας να κάνουμε τους εξ αποστάσεως δικαστές. Όμως, από την μελέτη πληθώρας δικαστικών αποφάσεων, έχω σχηματίσει την πεποίθηση ότι οι Έλληνες δικαστές -κατά κανόνα- ακολουθούν το μέτρο που επιβάλλει η λογική και το δίκαιο, βλέπουν τις ελαφρυντικές περιστάσεις, αναγνωρίζουν τις διαβαθμίσεις του αδίκου και της ενοχής και, τέλος, στην “ώρα της κρίσης”, δηλαδή κατά την επιμέτρηση της ποινής, προσγειώνουν τον νομοθέτη της υπερβολής.

Η επιλογή λύσεων ισορροπίας είναι πάντα ζητούμενο, συχνά επιτυγχάνεται -κάποιες φορές ίσως όχι. Πάντως αξίζει να το πούμε εμφατικά: Ούτε ο τιμωρητισμός ούτε ο συγχωρητισμός έχουν θέση εδώ. Επιπλέον, οι μιντιακές αναφορές σε ποινές εκατοντάδων ετών κάθειρξης δεν είναι ακριβείς, καθώς στην Ελλάδα δεν ισχύει το πρωτόγονο σύστημα της αθροιστικής σώρευσης των ποινών, αλλά του σχηματισμού μιας συνολικής ποινής με οροφή τα 20 ή τα 25 έτη.

Τέλος, η επίκληση του παραδειγματισμού δεν έχει θέση σ’ ένα σύστημα ανάλογης και δίκαιης ποινής, όπως απαιτεί το δίκαιό μας.

Είδα σε άλλες συνεντεύξεις σας να επιμένετε στον “ποινικό λαϊκισμό”, στα “λαϊκά δικαστήρια” κλπ για τέτοιου είδους εγκλήματα… Τι φοβάστε ότι μπορεί να φέρει αυτή η κατάσταση; Ποια νέα προβλήματα;
Πρόκειται για ένα διεθνές πρόβλημα το οποίο στη χώρα μας έχει λάβει, τα τελευταία χρόνια, εκρηκτικές διαστάσεις. Υπήρξε μια μεγάλη πολιτική επένδυση στην ασφάλεια υπό το δόγμα “νόμος και τάξη”. Όταν αυτό κατέρρευσε, η συζήτηση μετατοπίστηκε στο ποινικό δίκαιο και την επίδειξη αυστηρότητας, δηλ. ενός “ανέξοδου τσαμπουκά”, χωρίς ουσιαστικό νόημα. Πιο πολλές και πιο μεγάλες ποινές δεν προλαμβάνουν το έγκλημα, δεν σώζουν τους πολίτες, τις ζωές και τις περιουσίες τους.

Εξίσου οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται από κείνους που έχουμε ως πολιτεία και κοινωνία εμπιστευτεί γι’ αυτή τη δουλειά, δηλ. τους δικαστικούς λειτουργούς με δικονομικούς όρους. Δεν δικάζουμε, τον 21ο αιώνα, με κραυγές, δεν καταδικάζουμε με τη οχλοβοή. Τέτοιες τακτικές κουρελιάζουν το σύγχρονο νομικό μας πολιτισμό που λειτουργεί με μέτρο και νηφαλιότητα. Η ποινική εξαλλοσύνη, απόρροια του ποινικού λαϊκισμού που κυριαρχεί στην πολιτική, δεν μας αρμόζει, ως Ευρωπαϊκή χώρα.

Είστε υπέρ ή κατά της νομικής κατοχύρωσης της γυναικοκτονίας;
Η πρόταση αυτή λειτουργεί αποπροσανατολιστικά, καθώς έτσι αποφεύγεται η συζήτηση για την λήψη πραγματικών μέτρων πρόληψης της έμφυλης εγκληματικότητας και υποστήριξης των θυμάτων και υποδοχής των καταγγελιών τους. Η πρόσφατη υπόθεση των Αγίων Αναργύρων πείθει, νομίζω, ότι οποιαδήποτε ποινική διάταξη τίποτα δεν θα προσέφερε, σε αντίθεση με μια διαφορετική αστυνομική πρακτική.

Ο Ποινικός Κώδικας δεν είναι λεξικό ούτε κατάστιχο για να καταχωρίζουμε όποιες λέξεις ή όρους θέλουμε. Η εγκληματολογία έχει τους δικούς της όρους, οι οποίοι δεν συναντώνται απαραίτητα στο νόμο. Το ποινικό δίκαιο εδώ, φοβάμαι, δεν έχει να προσφέρει κάτι. Εξάλλου, το ποινικό δίκαιο δεν είναι για να στέλνει μηνύματα γενικώς· κάτι τέτοιο συνιστά συμβολικό ποινικό δίκαιο, που -δικαίως- επικρίνεται. Δεν υπάρχει λόγος για να αποκλίνουμε από τις θεμελιώδεις αρχές του ποινικού μας συστήματος.

Η πλειοψηφία των ποινικολόγων είναι αντίθετη, με πολύ ισχυρά επιχειρήματα. Νομίζω καλό είναι να ακούμε τους ειδικούς.

Έχουμε την αίσθηση ότι τα τελευταία χρόνια αυτού του είδους τα εγκλήματα έχουν αυξηθεί. Ισχύει με βάση τα επισημα στοιχεία ή απλά εμείς ως κοινωνία τώρα ξυπνήσαμε, κάπως αργά, και όλα αυτά συνέβαιναν στον ίδιο βαθμό και παλιότερα;
Χρειαζόμαστε ποιοτικά στατιστικά δεδομένα και εγκληματολογικές έρευνες που μας λείπουν. Σκεφτείτε ότι η δικαστική στατιστική των εγκλημάτων φθάνει μέχρι το 2010 (!). Εκεί βλέπουμε ότι η σεξουαλική εγκληματικότητα τη δεκαετία του ’60 ήταν πολλαπλάσια απ’ ό,τι ήταν τα τελευταία χρόνια αναφοράς (2010-2020). Τα δεδομένα των αστυνομικών στατιστικών, από την άλλη, είναι χαμηλής ποιότητας, καθώς καταγράφουν απλώς αριθμούς καταγγελιών, χωρίς περαιτέρω πληροφορίες.

Εδώ βλέπουμε τα τελευταία δέκα χρόνια (2013-2022) μια τάση ελαφράς αύξησης η οποία πάντως δεν επιβεβαιώνει τους φόβους για “ραγδαία” αύξηση. Ίσως δε η αύξηση των καταγγελιών να συνδέεται με την ανάπτυξη του κινήματος #MeToo, άρα να μην απηχεί αληθινή αύξηση αλλά συχνότερη καταγραφή στις Αρχές.

Ξέχασα να σας ρωτήσω τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο. Ποια ήταν η ανάγκη. Και τι θα θέλατε να καταφέρετε.
Ασχολούμαι εντατικά με τα συγκεκριμένα εγκλήματα εδώ και 15 χρόνια. Ήδη από το 2011 έχουμε εκδώσει με τον καθηγητή Νίκο Παρασκευόπουλο ένα νομικό εγχειρίδιο με τίτλο “Αξιόποινες Σεξουαλικές Πράξεις” (που βρίσκεται στη 2η και πάει για 3η έκδοση). Όμως αυτό απευθύνεται στους νομικούς (δικηγόρους, δικαστές, εισαγγελείς, φοιτητές νομικής). Γι’ αυτόν τον λόγο συχνά γινόμουν δέκτης ερωτήσεων από δημοσιογράφους, φίλους, συναδέλφους για τις προβλέψεις του νόμου και την πρακτική των δικαστηρίων σε κάποιες υποθέσεις σεξουαλικών εγκλημάτων. Η επικαιρότητα, εξάλλου, τέτοιων υποθέσεων συχνά οδηγούσαν στη διάδοση ανακριβειών, διακινούσαν το φόβο και έσπερναν την τιμωρητικότητα.

Αποφάσισα λοιπόν αυτές τις ερωταπαντήσεις να τις συγκροτήσω σ’ ένα μικρό-ευσύνοπτο βιβλίο, με γλώσσα απλή, χωρίς τεχνική/νομική ορολογία (όσο είναι δυνατό). Σκοπός μου ήταν να προσφέρω στον απλό πολίτη περισσότερη και πιο ακριβή ενημέρωση αλλά και ευαισθητοποίηση πάνω σε αλήθειες κι όλα αυτά μακριά από μύθους, κραυγές και υπερβολές. Αν το πέτυχα, θα το κρίνουν οι αναγνώστες!

news247.gr