Η εφιαλτική ζωή μιας γυναίκας “αγνώστου πατρός” στις δικαστικές αίθουσες του Βόλου

Η πιο σκοτεινή ιστορία που μπορεί να βιώσει άνθρωπος δεν έχει γραφτεί σε βιβλίο , δεν έχει γίνει μπεστ –σέλερ, δεν είναι αποκύημα μυθοπλασίας. Είναι μια πραγματικότητα που έζησε με την απόλυτη βια μια νέα γυναίκα και η ιστορία της απασχολεί 20 χρόνια τις δικαστικές αίθουσες σε Βόλο και Λάρισα.

Μια γυναίκα που έζησε την απόρριψη από τους γονείς της και από κάθε πρόσωπο που συνέθετε το οικογενειακό της περιβάλλον. Μια γυναίκα που αποφάσισε να αναγνωριστεί με δικαστικές προσφυγές από τον πατέρα της και που έφτασε την υπόθεσή της μέχρι τον Άρειο Πάγο.

Η μητέρα της απαιτούσε να την αποκαλεί «θεία», η γιαγιά της την θεωρούσε υπεύθυνη για όλα τα δεινά της κόρης της και τα δικά της επειδή απλά…γεννήθηκε και όταν μετά από πολλές έρευνες ανακάλυψε σχεδόν μετά από 35 χρόνια την ταυτότητα του  πατέρας της εκείνος αρνούνταν να την αναγνωρίσει. Πάλεψε για τα δικαιώματά της σε ένα περιβάλλον «κόλαση» από την ημέρα που γεννήθηκε και σήμερα είναι παράδειγμα δύναμης και θέλησης.

Η τελική της δικαίωση ήρθε όταν ο Άρειος Πάγος ανάγκασε τον πατέρας της να την αναγνωρίσει, μέσα από δικαστικές διαμάχες που κράτησαν μια δεκαετία.

Η γυναίκα που έχει συγκλονίσει με την ιστορία της τις δικαστικές αίθουσες έζησε σε ένα περιβάλλον εχθρικό από την ημέρα που γεννήθηκε. Η ανύπαντρη μητέρα της έμεινε έγκυος τη δεκαετία του ‘ 60 και αναγκάστηκε να φύγει από τον Βόλο για να γεννήσει σε μια πόλη που δεν θα την ήξερε κανείς , δίπλα σε συγγενείς της.

Με την επιστροφή της και έχοντας στα χέρια της την κόρη της , αντιμετώπισε από την μητέρα της τη βία, την οποία ασκούσε και στο παιδί. Το ξύλο και η κακοποίηση ήταν στην ημερήσια διάταξη. Μάνα και παιδί είχαν οδηγηθεί στην απομόνωση και ζούσαν μαρτυρικά χρόνια  ενώ στο παιδί είχε επιβληθεί η απόφαση να φωνάζει τη μάνα του «θεία»,  ενώ δεν είχε καμία συναναστροφή με άλλα παιδάκια, συγγενείς , ακόμα και γείτονες. Όταν κατάλαβε πως η «θεία» ηταν μάνα, είχε περάσει μεγαλύτερο διάστημα από δεκαετία. Στην ύπαρξη πατέρα δεν υπήρχε ποτέ καμία αναφορά και η μητέρα αρνούνταν να αποκαλύψει το όνομά του μέχρι την ημέρα που πέθανε και η κόρη της έμπαινε στην εφηβεία.

Το μαρτύριο ήταν συνεχόμενο και μετά τον θάνατο της μητέρας της για την έφηβη, με μια βίαιη γιαγιά που δεν ήθελε καμία επαφή μαζί της. Κάθε μεσημέρι η μικρή μαθήτρια γυρνούσε από το σχολείο και έβρισκε τα πράγματά της πεταμένα στην αυλή. Εκείνη τα μάζευε, πήγαινε στο δωμάτιό της  και το σκηνικό επαναλαμβανόταν καθημερινά. Μέχρι που μια ημέρα οι δάσκαλοι που έβλεπαν τι συνέβαινε και ενημερώθηκαν για όσα περνούσε στα χέρια της κακοποιητικής γιαγιάς της η μικρή , κάλεσαν την αστυνομία και την πρόνοια. Μοιραία, η έφηβη οδηγήθηκε σε ίδρυμα. Εκεί, στο ίδρυμα και μετά από έρευνες των υπηρεσιών διαπιστώθηκε πως η μαθήτρια με τους εφιάλτες και τους ακατανίκητους φόβους είχε και άλλους συγγενείς εκτός από τη γιαγιά της, τους οποίους δεν είχε γνωρίσει ποτέ.

Συγγενικό της πρόσωπο ενδιαφέρθηκε να την βγάλει από το ίδρυμα , αλλά η γιαγιά της προχωρούσε σε μηνύσεις και την έσερνε στα δικαστήρια. Στην προοπτική ότι κάποτε θα έβγαινε από το ίδρυμα, η γιαγιά φρόντισε να μην μπορεί να επιστρέψει καν στο σπίτι στο Βόλο, το οποίο ανήκε στην νεκρή μητέρα της.

Οι μαρτυρίες της γυναίκας στα δικαστήρια τόσο με αντίδικο τη γιαγιά της , όσο και χρόνια αργότερα με τον πατέρα της , ήταν συγκλονιστικές για τα πέτρινα χρόνια που έζησε, αλλά που η εσωτερική της δύναμη την οδήγησε σε σπουδές και σε καταξίωση.

Η έρευνα που την οδήγησε στην αλήθεια 

Στα ερωτήματα για τον πατέρα της δεν λάμβανε ποτέ απάντηση και πίστευε πως είχε πεθάνει, αλλά την τελευταία ημέρα της ζωής της η μητέρα της, της είπε πως πρέπει να σταματήσει να αναζητά ένα πρόσωπο που μόνο κακό μπορεί να της κάνει.

Εκεί κατάλαβε πως ο πατέρας που αναζητούσε βρισκόταν στη ζωή και αποφάσισε να τον εντοπίσει. Η έρευνα ξεκίνησε με ένα πρόσωπο που εμπιστευόταν απόλυτα και εφόσον άρχισε να εργάζεται.

Η έρευνα κατέληξε στον εντοπισμό του πατέρα της, ο οποίος καταγόταν από τον Βόλο, αλλά έμενε σε άλλη περιοχή της χώρας , μαζί με την οικογένειά του, μετά τη συνταξιοδότησή του.

Σε επικοινωνία που είχε ο δικηγόρος της μαζί με τον πατέρα της, εκείνος απάντησε πως δεν είχε καμία πρόθεση να την αναγνωρίσει.

Έτσι, ακολούθησε η πρώτη αγωγή το 2001 για μια υπόθεση που τελεσιδίκησε δέκα χρόνια αργότερα με εξετάσεις dna ακόμα και στα οστά της νεκρής μητέρας, δικαστικά δράματα , και που συνεχίζει να απασχολεί τη δικαιοσύνη καθώς πέρασε στη φάση διεκδίκησης των αποζημιώσεων.

Ο πατέρας της δυνατής αυτής γυναίκας δεν εμφανίστηκε πότε σε κανένα δικαστήριο και είχε πάρει απόφαση να στερήσει από την κόρη του την αναγνώριση που η ίδια για τους δικούς της λόγους επιζητούσε μετά την κόλαση που έζησε ως παιδί αγνώστου πατρός.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΤΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ