Αναψηλάφηση και ανασύνθεση

Του Πάνου Σκοτινιώτη*

Μετά το καταιγιστικό τριήμερο της Βουλής και την κοινή υποστήριξη της πρότασης δυσπιστίας, ο πήχης έχει ανεβεί για τις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς / Αριστεράς. Με την κυβέρνηση σε σημείο καμπής, η μεγάλη πλέον πρόκληση είναι να δώσουν προοπτική στη συμπόρευση που επιτεύχθηκε.

Με άλλα λόγια, να αντιστοιχηθούν με μια κοινωνία που βράζει και αναζητεί προοδευτική πολιτική διέξοδο. Τη διέξοδο αυτή, σε σύστημα πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού, μόνον η ενωτική ανασύνθεση του χώρου μπορεί να προσφέρει. Σε μια τέτοια προοπτική -και χωρίς να παραγνωρίζω τον πάντα ελλοχεύοντα κίνδυνο της εσωστρέφειας-, η ψύχραιμη και στον δέοντα χρόνο αποτίμηση κομβικών επιλογών του εγγύς παρελθόντος, με το πλεονέκτημα μάλιστα και της ύστερης γνώσης, πιστεύω ότι θα λειτουργήσει προωθητικά.

Θεωρώ, συνεπώς, θετικό το πρώτο -έστω και καθυστερημένο- βήμα αυτοκριτικής του Αλ. Τσίπρα για τα πεπραγμένα της διακυβέρνησής του. Αναφέρομαι, συγκεκριμένα, στην πρόσφατη παραδοχή ότι οι χειρισμοί της κυβέρνησής του στις υποθέσεις Novartis και τηλεοπτικών αδειών υπήρξαν ατυχείς – προσωπικά δεν θα δίσταζα να τους χαρακτηρίσω «case study», προς αποφυγήν εννοείται. Περαιτέρω εξηγήσεις πάντως δεν έδωσε και βεβαίως επέμεινε στις αγνές προθέσεις. Για τις δύο αυτές υποθέσεις έχουν γραφτεί και έχουν λεχθεί τα πάντα. Παρότι πρόκειται για δύο διαφορετικές υποθέσεις, με τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η καθεμιά, δεν παύουν παράλληλα να αποτελούν και συμπτώματα ενός συγκεκριμένου μοντέλου διακυβέρνησης. Γι’ αυτό και υποστηρίζω πως το όποιο βήμα αυτοκριτικής θα παραμένει μετέωρο, όσο παρακάμπτεται ο πυρήνας του προβλήματος – που θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να αναζητηθεί κυρίως σε δύο θεμελιακές επιλογές.

Η πρώτη αφορά το διχαστικό και ακραίου ρίσκου δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015. Με το δημοψήφισμα αυτό και το εκκωφαντικό 61,3%, ο Αλ. Τσίπρας έφθασε στο αποκορύφωμα της πολιτικής του κυριαρχίας. Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι ότι, ταυτόχρονα με την κατάκτηση της κορυφής, άρχισε και η αντίστροφη, καθοδική πορεία – με καταλυτικό τον ρόλο του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου που τότε μορφοποιήθηκε, το οποίο μάλιστα ο ίδιος φρόντισε να ενδυναμώσει μετά τις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου 2015.

Ερχομαι, έτσι, στη δεύτερη καθοριστική επιλογή. Σε αντίθεση με τον Γ. Παπανδρέου, ο Αλ. Τσίπρας είχε όντως την πρόνοια να νομιμοποιήσει τη ριζική πολιτική μεταστροφή με προσφυγή στις κάλπες. Και ο κόσμος, παρά την ηχηρή διάψευση που είχε βιώσει, του έδωσε μία ακόμη ευκαιρία, επαναβεβαιώνοντας την απόρριψη της προτεραίας κατάστασης. Ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο, δέσμιος μιας προδήλως παράταιρης συμμαχίας, σπατάλησε απερίσκεπτα την ευκαιρία αυτή. Αντί, λοιπόν, να επιδιώξει πρωτίστως τη συνεργασία με το «Ποτάμι», επέλεξε και πάλι τη συγκυβέρνηση με τους ΑΝ.ΕΛΛ. Αν είχε προκριθεί η συνεργασία με το «Ποτάμι», το πιθανότερο είναι ότι θα είχαν αποφευχθεί και οι «ατυχείς χειρισμοί» που σήμερα αποτελούν αντικείμενο αυτοκριτικής. Διότι θεμέλιο της συνεργασίας αυτής θα ήταν, κατά τεκμήριο, οι αρχές και το προγραμματικό πλαίσιο της «προοδευτικής διακυβέρνησης» – και μάλιστα σε τομείς όπως των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων στο κράτος, οι οποίοι ουδόλως προσέκρουαν στους καταναγκασμούς των μνημονίων.

Η ανανέωση της συγκυβέρνησης με τους ΑΝ.ΕΛΛ., με ό,τι αυτή συνεπαγόταν, αποτέλεσε χρυσή ευκαιρία για τον νεοεκλεγέντα (10 Ιανουαρίου 2016) στην ηγεσία της Ν.Δ., Κυρ. Μητσοτάκη – του έστρωνε κυριολεκτικά το χαλί, ώστε να αναδειχθεί σε κυρίαρχο του πολιτικού Κέντρου, ως βασικός εκφραστής του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Μόνον τυχαίο, επομένως, δεν είναι το ότι, τέσσερις μόλις μήνες μετά τις βουλευτικές εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ απώλεσε το δημοσκοπικό προβάδισμα, το οποίο έκτοτε ουδέποτε ανέκτησε. Οπως, από την άλλη, μόνον τυχαίο δεν είναι το ότι η εμβληματική Συμφωνία των Πρεσπών, που σήμανε και το τέλος της συγκυβέρνησης με τον Π. Καμμένο, ήταν αυτή που άνοιξε τον δρόμο για την πολιτική διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ – για την επικύρωσή της χρειάστηκαν μάλιστα και οι ψήφοι του Στ. Θεοδωράκη και άλλων βουλευτών του.

Το κεντροαριστερό άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ -που αποτυπώθηκε και στον τίτλο του κόμματος με την προσθήκη του όρου «Προοδευτική Συμμαχία»- αναμφισβήτητα συνέβαλε στο να περιοριστεί η έκταση της ήττας του στις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019. Η δέσμευση, ωστόσο, του Αλ. Τσίπρα το βράδυ των εκλογών, για πρωτοβουλίες μετασχηματισμού του κόμματος ώστε να αποκτήσει χαρακτηριστικά δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης, έμεινε γράμμα κενό. Οπως κενό γράμμα έμεινε και η δέσμευσή του για μαχητική και συγκροτημένη προγραμματική αντιπολίτευση, με ταυτόχρονη ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. σε αξιόπιστο φορέα εναλλακτικής διακυβέρνησης. Με τούτα λοιπόν και με τ’ άλλα, η πολιτική ήττα των εκλογών του 2019 μετατράπηκε σε στρατηγική ήττα στις εκλογές του 2023.

Η ενωτική ανασύνταξη του χώρου της Κεντροαριστεράς / Αριστεράς προφανώς και δεν προϋποθέτει την κοινή θεώρηση του παρελθόντος – η ανασυγκρότηση της ευρύτερης προοδευτικής παράταξης θα προχωρήσει με το βλέμμα στραμμένο στο παρόν και το μέλλον. Δεν πρέπει όμως και να μας διαφεύγει ότι το παρελθόν είναι πεισματάρικο και επιμένει να θηλυκώνει με το παρόν. Αλλωστε σύμφωνα και με τον Γουίλιαμ Φόκνερ, «το παρελθόν δεν είναι ποτέ νεκρό. Στην πραγματικότητα δεν είναι καν παρελθόν».

*Ο Πάνος Σκοτινιώτης είναι νομικός, πρώην δήμαρχος Βόλου και συγγραφέας του βιβλίου «Μαγνησία και Πολιτική εν καμίνω, 1934-1967. Ανατομία της κάλπης και Μετασχηματισμοί» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας, 2022)

[Αναδημοσίευση από την efsyn.gr]