Β. Χατζής, ο δικός μας “ξένος”- Η ζωή στον εμφύλιο, οι φυλακίσεις και ο έρωτας που άλλαξε τα πάντα

Γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα στον εμφύλιο, στον πόλεμο, στην πείνα και δεν γνώριζε τι σημαίνει να έχει ένας άνθρωπος δικαιώματα. Εγκατέλειψε τη χώρα του 26 ετών λυγισμένος από την φρίκη και τη φτώχεια.
Ο Βασίλης Χατζής μιλά για τον τόπο που αγαπά, τον τόπο που τον «σκλάβωσε» με την ομορφιά του και τη σκληρότητά του, αλλά και γι’ αυτά που καθόρισαν τις αποφάσεις που πήρε στη ζωή του.
Στην Ελλάδα έφτασε μετά από φυλακίσεις και μεγάλες περιπέτειες, για να γίνει ο «αράπης», ο άνθρωπος που δεν του σέρβιραν στις ταβέρνες, που δεν είχε δικαίωμα στον έρωτα και την οικογένεια.

Μιχάλης Χατζής το όνομά του. Μουσουλμάνος. Βαφτίστηκε χριστιανός, χωρίς δεύτερη σκέψη, για να παντρευτεί.
Γεννημένος στη Ζανζιβάρη το 1953, παιδί που μεγάλωσε με 16 αδέλφια και τις 4 συζύγους του πατέρα του, στις παράγκες.
Από μικρό παιδί δούλευε στο λιμάνι μεταφέροντας εμπορεύματα. Ο μισθός ήταν με σημερινές αντιστοιχίες 10 ευρώ το μήνα. Τα καράβια έφευγαν και εκείνος έμενε εκεί. μέχρι που αποφάσισε να το σκάσει και να αναζητήσει την τύχη του. Ζει στο Βόλο και μας αφηγείται τη ζωή του.

«Ημουν μεγάλος, 26 χρονών όταν αποφάσισα να φύγω από τον τόπο μου και δεν ήξερα τίποτα από τον κόσμο. Έβγαλα χαρτιά για να ταξιδέψω και έκανα οτοστόπ για να πάω στα σύνορα με την Ουγκάντα που είχε πόλεμο με την Τανζανία. Με έναν λαθρέμπορο που έκανε εμπόριο καφέ ταξίδεψα μέχρι το Σουδάν, κοντά στα σύνορα στην Αίγυπτο. Δύσκολο ταξίδι, κάναμε μέρες να φτάσουμε. Όλες οι οικονομίες μου ήταν 50 δολάρια και όταν φτάσαμε στο Σουδάν, σε ένα χωριό τρεις μέρες μακριά από το Χαρτούμ, θα μέναμε σε ένα ξενοδοχείο που εκεί το είχαν σαν «κέντρο» πολλοί λαθρέμποροι. Το λαθρεμπόριο έβγαζε πολύ χρήμα, ήταν όλοι εκατομμυριούχοι για τα δεδομένα που ζούσαμε εμείς. Εκεί, στο ξενοδοχείο γνώρισα έναν από αυτούς και κάναμε παρέα. Εγώ περίμενα το σινιάλο για να ταξιδέψω για Αίγυπτο. Εκεί ήθελα να φτάσω για να σπουδάσω και να δουλέψω. Οι εποχές όμως ήταν παρανοϊκές.

Χωρίς να καταλάβω το πώς και το γιατί με συλλάβανε και με κλείσανε σε ένα μπουντρούμι χωρίς φαγητό και νερό, σε μια περιοχή εντελώς ερημική που δε ξέραμε ούτε που ήμασταν. Το βράδυ μας ανοίγανε το κελί για να βγούμε στην ερημιά να βρούμε μόνοι μας φαγητό. Δεν είχε τίποτα εκτός από πέτρες για να φάμε. Μετά από δύο μήνες με αφήσανε να φύγω μόνο με το σορτς που φορούσα. Όλα μου τα είχανε πάρει. Γυμνός γυρνούσα στους δρόμους και έπρεπε τουλάχιστον να βρω εκείνο το κατάλυμα με τους λαθρέμπορους. Όταν έφτασα, με φροντίσανε και εκεί συνάντησα ξανά έναν από αυτούς τους πλούσιους λαθρέμπορους που είχα γνωρίσει. Με φρόντισε, μου πήρε ρούχα και μου έδωσε και 500 δολάρια. Μου υποσχέθηκε πως θα με πήγαινε στο Χαρτούμ για να φύγω και έτσι έγινε. Ήταν δύσκολο όμως να φύγω για Αίγυπτο. Κάθισα και δούλεψα σε οικοδομές έξι μήνες οπότε αποφάσισα να φύγω τελικά για Συρία. Εκεί, βρήκα δουλειά σε ένα χωριό, σιδεράς. Για πέντε δολάρια τη μέρα με 12 ωρες δουλειά.

Το 1982 και μετά από έξι μήνες στη Συρία πήρα το λεωφορείο για Δαμασκό και έφυγα για Τουρκία, με 1500 δολάρια στην τσέπη που τα έδωσα για να περάσω στη Ελλάδα.
Έδιναν τρίμηνες άδειες παραμονής και πήγα Πειραιά. Έπρεπε να βρω δουλειά και βρήκα σε ένα καράβι Έλληνα εφοπλιστή με ξένη σημαία.
Το καράβι σταμάτησε το 1986 τις μεταφορές σε άλλες χώρες και αποφάσισαν να κάνουν μεταφορές τσιμέντου στην Ελλάδα. Τότε αποφάσισα με 5000 δολάρια που είχα μαζέψει να γυρίσω πίσω στη Ζανζιβάρη, να κάνω μια δική μου δουλειά. Δεν άντεξα, δεν είχε αλλάξει τίποτα. Σε 20 ημέρες ξαναγύρισα στην Ελλάδα και έπιασα δουλειά σε πλοίο που έκανε μεταφορές τσιμέντου στα νησιά, στη Ιστιαία, στο Βόλο. Έμενα πάντα μέσα στο καράβι»

Το 1986 γνωρίζει τον έρωτα της ζωής του στο Βόλο, σε μια καφετέρια, από εκείνες που δεν θέλανε αράπηδες για πελάτες…
«Μετά από λίγο καιρό της πρότεινα να με παντρευτεί και δέχτηκε, αλλά οι δικοί της δεν θέλανε με τίποτα. Της λέγανε πως δεν θα πάρει μαύρο. Της είπα και εγώ “μάζεψε τα πράγματά σου” και την έβαλα κρυφά στο καράβι. Την έκλεψα και μας πιάσανε. Γύρισα στο Βόλο, αλλά μέσα στο καράβι είχα κρυμμένες τις οικονομίες μου, 10 εκατομμύρια σε δραχμές. Μου τις έδωσαν και αγόρασα σπίτι για να μπορώ να δείχνω και στους δικούς της ότι είχα σκοπό την οικογένεια. Έμενα δίπλα από το σπίτι του δεσπότη, του Χριστόδουλου. Πήγα ένα πρωί και τον περίμενα απ΄ έξω. Τον έπιασα, του ζήτησα βοήθεια και μου είπε ότι εφόσον έχω χαρτιά νόμιμα, δουλειά και βαφτιστώ χριστιανός, δεν έβλεπε κανένα πρόβλημα για τον γάμο.
Έγιναν όλα σε τρεις μήνες και όταν η γυναίκα μου έμεινε έγκυος με κάλεσαν στον στρατό… Πλήρωσα τη μισή θητεία και ξεκίνησα πάλι να δουλεύω στα καράβια, κάναμε δύο παιδιά, δύο επιστήμονες σπουδαίους και φτιάξαμε μια ζωή όμορφη και ήσυχη. Στην Ελλάδα έζησα τον ρατσισμό και την απόρριψη, αλλά τίποτα δεν με ένοιαζε. Φτιάξαμε μια ζωή όμορφη….»

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΤΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ