Ο Παύλος Παυλίδης διασκεύασε Μαρκόπουλο για τη γενιά του streaming. Ακολουθεί θύελλα.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟ οι διασκευές να προκαλούν σεισμό στην ελληνική μουσική. Τις περισσότερες φορές περνούν απαρατήρητες ή αντιμετωπίζονται ως ένδειξη παρακμής ενός καλλιτέχνη γιατί δείχνουν ότι δεν εξελίσσεται ηχητικά, ενώ αρκετοί θεωρούν ότι δεν έχουν κανέναν λόγο ύπαρξης. Τίποτα, όμως, από αυτά δεν ισχύει στην περίπτωση του Παύλου Παυλίδη και στον δίσκο που μόλις κυκλοφόρησε με διασκευές στα τραγούδια του Γιάννη Μαρκόπουλου.

Το «Πέρα από τη Θάλασσα», που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες από τη United We Fly, δημιούργησε μια θύελλα συζητήσεων στα social media που είχαμε καιρό να δούμε για ελληνικό δίσκο.

Ο Παυλίδης επιλέγει να διασκευάσει δώδεκα κομμάτια του συνθέτη, τα «Πέρα από τη θάλασσα», «Κάτω στης Μαργαρίτας τ’ αλωνάκι», «Όχι δεν πρέπει», «Η Ρόζα η ναζιάρα», «Γκρεμισμένα σπίτια», «Χίλια μύρια κύματα», «Μιλώ για τα παιδιά μου», «Μαλαματένια λόγια», «Τη μέρα της Πεντηκοστής», «Τα λόγια και τα χρόνια», «Μέρα με την ημέρα», «Γεννήθηκα». Η παραγωγή του δίσκου είναι δική του και του Χρήστου Λαϊνά και η ενορχήστρωση του Ηλία Νικολαΐδη.

Είναι δύσκολο πράγμα να αναμετριέται κανείς με γίγαντες της ελληνικής δισκογραφίας, ειδικά αν πρόκειται για λόγους ματαιοδοξίας. Δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, συμβαίνει και στο εξωτερικό, όπου ο Iggy Pop π.χ. (επαν)εκτελεί στην κυριολεξία Jacques Brel.

Αυτήν τη στιγμή, αν βάλεις να ακούσεις ένα ελληνικό κομμάτι της εποχής μας, κατά πάσα πιθανότητα θα το ακούσεις ή από το Spotify ή από το YouTube και όχι από το ραδιόφωνο που έθρεψε αυτά τα τραγούδια για χρόνια. Υπό αυτή την έννοια τολμούν μια γέφυρα που ενώνει δεκαετίες και διαφορετικά στυλ και σίγουρα η δουλειά τους δεν απευθύνεται μόνο στο παλιό κοινό του Μαρκόπουλου.

Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, το «Πέρα από τη Θάλασσα» δεν ήταν ένα όνειρο που ο Παυλίδης ήθελε διακαώς να πραγματοποιήσει ούτε ήταν μέσα στα σχέδιά του. Ασχολήθηκε μετά από πρόσκληση της οικογένειας του συνθέτη και συγκεκριμένα της κόρης του, Λέγκας Μαρκοπούλου.

Έτυχε να τη συναντήσει πριν από μερικά χρόνια, το 2019 συγκεκριμένα, και του εξέφρασε την επιθυμία του πατέρας της να ασχοληθεί με τραγούδια και ορχηστρικά κομμάτια από όλη τη δισκογραφία του. Άρα, ο Μαρκόπουλος γνώριζε το έργο του Παυλίδη και ήξερε πού εμπιστευόταν το υλικό του. Ο Παυλίδης δεν είχε απλώς την απόλυτη καλλιτεχνική ελευθερία αλλά και την απαραίτητη παρότρυνση από εκεί που έπρεπε. Δούλευε το συγκεκριμένο πρότζεκτ πάνω από τέσσερα χρόνια, με διάφορα σκαμπανεβάσματα.

Προφανώς, κάτι τέτοιο είναι μεγάλη τιμή για έναν δημιουργό αλλά και κάπως τρομακτικό το να καταπιαστεί με τραγούδια που έχουν αποτυπωθεί τόσο βαθιά στο συλλογικό υποσυνείδητο και γράφτηκαν σε ένα εντελώς διαφορετικό κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον, σε μια ταραχώδη εποχή της χώρας που σήμερα φαντάζει μακρινή – ακόμη περισσότερο εφόσον πρόκειται για τραγούδια που έχουν συνδεθεί με τεράστιες φωνές της χώρας.

Σε μια συνομιλία μας σχετικά με το έργο ο Παύλος Παυλίδης ανέφερε ότι ήταν αρκετά προσεκτικός στην αρχή. «Μάλιστα, είπα ότι αν δω ότι δεν φτάνω γρήγορα σε κάτι που να μου αρέσει, απλώς θα πω ότι δεν μπορώ να το κάνω».

Λόγω πανδημίας το άλμπουμ μπορεί να μην κυκλοφορούσε αν δεν επενέβαιναν κάποια στιγμή η δισκογραφική του εταιρεία και ο Χρήστος Σαρρής, ο οποίος έχει αναλάβει να σκηνοθετήσει την παράσταση που θα δοθεί στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση στις αρχές Φεβρουαρίου.

Τι είπε ο ίδιος ο συνθέτης όταν άκουσε τα τραγούδια; Σύμφωνα με τον Παύλο: «Με το που ετοιμάσαμε κάποια κομμάτια εκεί στο ’19 με τον Χρήστο, τα άκουσε. Εμείς τρέμαμε επειδή ξέραμε ότι είναι ένας συνθέτης πάρα πολύ αυστηρός, που δεν αφήνει εύκολα να αγγίξεις το έργο του. Του στείλαμε δυο κομμάτια. Η πρώτη απάντησή του ήταν ότι είχε πολλές παρατηρήσεις αλλά ότι ήταν τόσο ισχυρή η άποψη που έβλεπε σε αυτές τις διασκευές που προτιμούσε να μην πει τίποτα ώσπου να ολοκληρωθεί η παραγωγή. Για μένα ήταν το μεγαλύτερο δώρο που μπορούσε να μου κάνει, επειδή ήταν σαν να μου έλεγε με κάποιον τρόπο “προχώρα όπως νομίζεις”».

Τρανό παράδειγμα της ηχητικής του εξέλιξης ήταν το εξαιρετικό «Μαύρο Κουτί» (2021). Αυτή η πληροφορία είναι βασική για να κατανοήσει κανείς τον λόγο που αποφάσισε να δώσει αμιγώς ηλεκτρονικό χαρακτήρα στο εγχείρημα. Οι κιθάρες είναι σχεδόν ανύπαρκτες ή πολύ διακριτικές σε σχέση με τα συνθεσάιζερ και τις λούπες και χρησιμοποιεί ελάχιστα ακουστικά όργανα.

Τα στοιχεία αυτά μεταφέρουν τα τραγούδια που έχει επιλέξει σε ένα εντελώς διαφορετικό χρονικό πλαίσιο. Ακούγονται άτοπα και άχρονα, απογυμνωμένα από τις πολιτικές προεκτάσεις τους, πλέοντας εντελώς ελεύθερα. Και αυτό γυρνάει στο μεγαλείο της τραγουδοποιίας του Μαρκόπουλου, μιας μουσικής ανοιχτής σε οποιαδήποτε ηχητική ερμηνεία.

«Υπάρχει μια δυσκολία στο να καταφέρεις να βγεις από αυτό που ξέρεις τόσο καλά και να πάρεις κάποιες αποφάσεις που από τη μία δεν είναι απλές, αλλά, από την άλλη, καταλαβαίνεις ότι δεν γίνεται να μπεις σε χωράφια που δεν είναι δικά σου. Είναι σαν να πηγαίνεις σε έναν τελείως άλλο κόσμο, σε διαφορετικό κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον. Ίσως κάποιος άλλος να ήταν πιο επεμβατικός σε διαφορετικά τραγούδια από αυτά που διάλεξα εγώ για να τους αλλάξω τα φώτα.

Ακόμη και με το δικό μου έργο να καταπιανόμουν, θα έπρεπε να πάω τριάντα χρόνια πίσω και είναι σίγουρο πως θα άλλαζα πολλά πράγματα πια. Και τα δικά μου τραγούδια θα τα προσέγγιζα με διαφορετικό ύφος. Επομένως, αναλαμβάνεις την ευθύνη να αρχίσεις από κάποια στοιχεία που έχει το πρωτότυπο και να δημιουργήσεις κάτι καινούργιο. Σε ορισμένα κομμάτια κινήθηκα τελείως στη λογική του ότι τα τραγούδια είναι η αφορμή για να φτιαχτεί κάτι νέο», αναφέρει για την προσέγγισή του.

«Μιλώ για τα παιδιά μου»

Τα τραγούδια τα επέλεξε καθαρά βάσει του πόσο μπορούσε να ταυτιστεί προσωπικά μαζί τους και αυτό φαίνεται, μια και το αποτέλεσμα συνάδει απόλυτα με το ύφος και το στυλ του. Αλλάζει τα λόγια σε δύο από αυτά.

Η μεγαλύτερη στιχουργική επέμβαση που έχει κάνει είναι στο «Γκρεμισμένα Σπίτια», όπου αφαιρεί τους στίχους του ρεφρέν του Νότη Περγιάλη και προσθέτει ένα δικό του κείμενο, το οποίο συνδέει περισσότερο με τη σημερινή προσφυγική κρίση.

Στο «Μιλώ για τα παιδιά μου» έχει κρατήσει μόνο δύο φράσεις του Γιώργου Σκούρτη, αλλάζοντας επίσης μερικές λέξεις. Το τραγούδι ακούγεται πιο αφαιρετικό σίγουρα, δεν χάνει όμως καθόλου το νόημά του, επειδή ο ίδιος έχει ανάλογα βιώματα από τους γονείς και τους παππούδες του, που ήταν μετανάστες στη Γερμανία. Δεν αγγίζει τους στίχους του Χρονά, οι οποίοι λέει ότι μοιάζουν σαν να τους έγραψε τώρα κάποιο παιδί.

Τα κομμάτια που θα δεχτούν ίσως τη σοβαρότερη κριτική είναι τα «Μαλαματένια Λόγια» και τα «Λόγια και τα χρόνια», αλλά είναι λογικό να μην μπορεί κανείς να αντισταθεί στον πειρασμό να τα αγγίξει – η ερμηνεία και η απόδοσή του διατηρεί την οργή και τη φόρτιση των συγκεκριμένων τραγουδιών. Το «Ρόζα η Ναζιάρα» ίσως θα ξενίσει αρκετούς, κυρίως όσους το θυμούνται με τη φωνή της Μοσχολιού που είναι αξεπέραστη, ειδικά στο εν λόγω κομμάτι.

Το μεγαλύτερο σοκ έρχεται από ένα αουτσάιντερ του δίσκου, το τραγούδι που εκφράζει όλο το πρότζεκτ. Η διασκευή του στο «Κάτω στης Μαργαρίτας τ’ αλωνάκι» είναι υποδειγματική. Αν και αρχικά ερμηνευμένο από τη Μαρία Δημητριάδη, ο Παυλίδης φαίνεται ότι εδώ συνομιλεί περισσότερο με την εκτέλεση της Μαρίζας Κωχ, φτιάχνοντας ένα απόλυτα ιδιοσυγκρασιακό αποτέλεσμα.

«Της Κωχ ήταν το πρώτο σοκ που έπαθα από τον Μαρκόπουλο», αναφέρει. «Και εκείνο είναι η διασκευή. Τι ήταν αυτό; Ήμουν πιτσιρικί όταν το πρωτάκουσα στο ραδιόφωνο».

Και κάπου σε αυτό το σημείο ο Παυλίδης πετυχαίνει τον πρωταρχικό του στόχο, να ακούσει κανείς τα πρωτότυπα κομμάτια με αφορμή τον δίσκο του και να τα ανακαλύψει εκ νέου, όχι απαραίτητα για να τα συγκρίνει – αυτό θα ήταν λίγο αστείο. Εξάλλου, δεν εξαφανίζει τον Μαρκόπουλο, προσπάθησε με τους συνεργάτες του να χτίσουν μια γέφυρα μεταξύ του παλιού και του νέου σε μια εποχή που η ακρόαση της μουσικής είναι εντελώς διαφορετική.

Αυτήν τη στιγμή, αν βάλεις να ακούσεις ένα ελληνικό κομμάτι της εποχής μας, κατά πάσα πιθανότητα θα το ακούσεις ή από το Spotify ή από το YouTube, όχι από το ραδιόφωνο που έθρεψε αυτά τα τραγούδια για χρόνια.

Υπό αυτή την έννοια τολμούν μια γέφυρα που ενώνει δεκαετίες και διαφορετικά στυλ και σίγουρα δεν απευθύνεται μόνο στο παλιό κοινό του Μαρκόπουλου. Τώρα, κατά πόσο το πετυχαίνουν και τι προσφέρουν οι συγκεκριμένες διασκευές τόσο στο έργο του Παυλίδη όσο και στο έργο του Μαρκόπουλου μόνο ο χρόνος θα δείξει. Είναι πολύ φρέσκια δουλειά για να επιχειρήσει κανείς γρήγορες και εν θερμώ αναλύσεις.

Πηγή: lifo.gr